Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Ποντιακα Παραμυθια

                                             
                    
                                                             Ποντιακα Παραμυθια

                       Αυτό που ο Θεός γράφει, δεν ξεγράφεται.


Έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε γιο «κιαμούλ καί ἀχουλούν», φρόνιμο κι έξυπνο δηλαδή. Ο βασιλιάς χαιρόταν πως όταν πεθάνει θα αφήσει πίσω του διάδοχο «πεδιξασμένον». Στα κάμποσα χρόνια επάνω, ο γιος του βασιλιά παρακάλεσε τον πατέρα του να του δώσει την άδεια να περιδιαβεί στο βασίλειο του πατέρα του και να γνωρίσει τους ανθρώπους του, να δει τα «ἀτέτα» τους, τις συνήθειες τους δηλαδή, να μάθει πολλά πράγματα και να κυβερνήσει κι εκείνος σαν τον πατέρα του όμορφα. Ο πατέρας του, του έδωσε την άδεια και ένα σακούλι με λίρες και τον «ἐπροβόδωσεν».

Το βασιλόπουλο για να μην τον γνωρίσουν φόρεσε «λώματα», ρούχα δηλαδή, χωριάτικα. Κρέμασε στη μέση του ένα σπαθί και βγήκε στο δρόμο. Στις δύο ημέρες επάνω, πήγε  σε μία πολιτεία και είδε πως ένας άνθρωπος έγραφε πάνω σε κομμάτια χαρτιού δυο τρία λόγια και τα πετούσε στη θάλασσα. Τον πλησίασε και τον καλημέρισε. «Καλώς το βασιλόπουλο απάντησε ο γέροντας και ο νεαρός θαύμασε και τον ρώτησε: «πώς γνωρίζεις που είμαι βασιλόπουλο;» -«Εγώ», είπε ο γέρος, «ξέρω του καθενός την τύχη!»

Έβγαλε τότε το βασιλόπουλο και του έδωσε ένα φλουρί κι ο γέροντας του πρόβλεψε: « Σε ένα χωριό που θα πας, θα βρεις ένα εφτάχρονο κορίτσι άρρωστο, που θα την πάρεις για γυναίκα σου».

Ξαναθαύμασε την ικανότητα του γέροντα το βασιλόπουλο και έβαλε στο νου του να πάει να βρει το κορίτσι και να το σκοτώσει, γιατί άρρωστη γυναίκα δεν ήθελε να πάρει. Αφού γύρισε αρκετά χωριά, κάποτε έφτασε μουσαφίρης και στο χωριό που του χε πει ο γέροντας μάντης.

Οι οικοδεσπότες που τον δέχθηκαν στο σπίτι τους ήταν άνθρωποι γελαστοί και φιλόξενοι μα τόσο πολύ φτωχοί που «πεντικός ἀπέσ’ ’ς ὀσπίτ’ν ἀτουν ’κ ἐλευροῦτον», δηλαδή και το ποντίκι νηστικό έμενε στο σπίτι αυτό μιας κι ούτε καν αλεύρι δεν μπορούσε να βρει να φάει. Τους λυπήθηκε το βασιλόπουλο και έβγαλε και τους έδωσε ένα φλουρί κι αυτοί πήγαν κι αγόρασαν «το κάλλος του Θεοῦ» κι έφαγαν και διασκέδασαν.

Εκεί που έτρωγαν ακούσανε μια φωνή: «Μάνα, φέρε μου λίγο νερό». Ρώτησε ο νέος  ποιος τους φώναξε κι εκείνοι του είπαν πως είχαν μια κόρη που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο και πως ήταν εφτά χρονών και πολύ άρρωστη και δεν πέθαινε να σωθούνε.

Ο νεαρός κατάλαβε αμέσως πως αυτή ήταν η τύχη του, όπως του είχε προβλέψει ο γέρος μάντης κι έβαλε στο νου του να τη σκοτώσει. Και τη νύχτα, όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του κοριτσιού σηκώθηκε κρυφά, κοίταξε και είδε πως σε μια κούνια μέσα κοιμάται ένα «μεχλέντς, άρρωστο και νεραξίαν», ένα μικρό άρρωστο σίχαμα δηλαδή και σήκωσε το σπαθί του και το κάρφωσε στου μωρού την κοιλιά. Φοβούμενος τις συνέπειες έφυγε τρέχοντας και ξεχνώντας τα φλουριά του κάτω από το μαξιλάρι του.

Ο Θεός όμως δεν ξέχασε το πλάσμα του και το μαχαίρι «ἐπῆγεν ἐξώφυλλα» -δεν κατόρθωσε να επιφέρει το θάνατο της- και καθώς το κορίτσι είχε στην κοιλιά του μια άσχημη πληγή σύρθηκε κι έτρεξαν από μέσα αίματα και φαρμάκια μαζί και πήρε ανάσα και «ἐκούγιξεν»: «Μάνα έλα, κάτι έπαθα!»

Έτρεξαν οι γονείς της και βρήκαν το μαχαίρι. Τους είπε τότε η κοπέλα πως ένα παλληκάρι το κάρφωσε στην κοιλιά της κι έτσι έτρεξαν έξω τα δηλητήρια κι έγινε καλά.  Κατάλαβαν πως ο μουσαφίρης τους το έκανε κι έτρεξαν στο δωμάτιο του μα εκεί βρήκαν μόνο τα φλουριά.

Με τις λίρες που βρήκαν έχτισαν ένα μεγάλο χώρο φιλοξενίας κι όποιος έφτανε στα μέρη τους πήγαινε στον οντά τους κι έτρωγε κι έπινε και κοιμόταν και τους ευχόταν και μετά έφευγε.  Όλος ο κόσμος άρχισε να το συζητά το καλό που έκαμαν. Ήταν καλό Χριστιανικό που ούτε ο βασιλιάς το έκαμε. Σαν το έμαθε ο βασιλιάς στέλνει στο χωριό το γιο του να δει ποιος ήταν αυτός που έκανε τέτοιο «σοχρέτ», θεοφιλές έργο δηλαδή.

Όταν έφθασε εκεί ο γιος του βασιλιά, είδε μια όμορφη και χιλιέμορφη κοπέλα να κάθεται στο μπαλκόνι και να κεντά ένα μαντήλι. Από την ομορφιά της έλαμπε σαν τον ήλιο και την αγάπησε αμέσως.

Κάθησε λίγες ημέρες στον τόπο εκείνο κι έπειτα γύρισε και ζήτησε από τον πατέρα του να στείλει προξενητάδες και να τον αρραβωνιάσουν με την κοπέλα που αγάπησε. Τι να έκαμε κι ο βασιλιάς; Εκπλήρωσε το χατίρι του γιου του κι έστειλε τον έμπιστο του άνθρωπο και αρραβώνιασε το γιο του με την κοπέλα και στις 40 ημέρες επάνω, έκαμαν και τη «χαρά».

«Ντο καιρόν ντό ἐπαρεθέκαν άτ’ς», όταν βρεθήκαν μόνοι θα λέγαμε σήμερα εμείς, ο νεαρός είδε τη «σύχναν» το σημάδι δηλ του μαχαιριού στης κοπέλας την κοιλιά και την παρακάλεσε να του πει πως έγινε και είχε αυτή τέτοιο σημάδι επάνω της.

Η κοπέλα «σιφτέν ’κ’εθέλεσεν», στην αρχή δεν θέλησε, αλλά μετά τα παρακάλια του, του είπε πως ένας κλέφτης πήγε κι έμεινε κάποτε στο σπίτι τους κι εκείνος τη μαχαίρωσε, αλλά ο θεός τη λυπήθηκε και κακό δεν έπαθε. Μοναχά τα δηλητήρια που την κρατούσαν άρρωστη έτρεξαν έξω κι έτσι έγινε καλά.



Τότε ο νεαρός, έπεσε στα χέρια της και της είπε πως εκείνος έκανε το κακό και «εψαλάφεσεν συγχώρησιν» και έζησαν καλά και ευτυχισμένα και βγήκε και ο λόγος που λέει: «Ὁ Θεός ντό γράφτ’ ’κι’ ἀπογράφκεται».


 

                     Ο γερόν και η γραία

 Στα παλιά τα χρόνια και στους παλιούς καιρούς είχαν και οι Τούρκοι ραμαζάνια. Κύλησαν τα χρόνια και ένας γέρος και μια γριά είχαν ένα μικρό βόδι που πολύ το αγάπαγαν με όλη τους την ψυχή. Το αγαπούσαν σαν παιδί και το είχανε «μην αστράφτεις και μη βροντάς».

Κάποτε πέρασαν τα καλά τα χρόνια κι έφτασαν τα ανάποδα. Ήρθε φτώχεια κι ένδεια μεγάλη. Πείνα έπεσε. Ο γέρος και η γριά πείνασαν κι αυτοί.
Τι να έκαμαν; Η πείνα του σκύλου γέννημα είναι.
Πήρε ο γέρος πυρωμένο σίδερο, το έμπηξε στο μηρό του μικρού ζώου, έσταξε λίγο πάχος, το έβαλε σε ένα τάσι και το έδωσε στη γριά να μαγειρέψει. Έτσι έζησαν δυο τρεις ημέρες παραπάνω. Το λίπος όμως κάποτε τέλειωσε και ξαναπείνασαν.
Φώναξε ο γέρος τη γριά, της έδωσε το τάσι, πήρε κ αυτός το πυρωμένο σίδερο και πήγαν να ξαναπάρουν λίπος από το ζώο. Το μικρό βόδι σαν ένοιωσε το πυρωμένο σίδερο να το τρυπά κάηκε και πόνεσε και μην μπορώντας να κάμει κάτι άλλο τίναξε τα πίσω πόδια του. Τι τίναγμα έριξε το τάσι από τα χέρια της γριάς και ξάπλωσε κάτω τον γέρο, φαρδύ πλατύ.
Εκείνος ήταν που ήταν γέρος, αδύναμος και πεινασμένος και στα πόδια του επάνω δεν μπορούσε να καλοσταθεί, έφαγε και την κλωτσιά κι έγινε χειρότερα. Έτρεξε η γριά και με το ζόρι τον ανασήκωσε. Ο γέρος κράτησε θυμό. Αφού αναπαύτηκε λίγο και ήρθε ο νους του στο κεφάλι του είπε:
-«Γριά, αυτό έτσι δεν γίνεται, θα πεθάνουμε από την πείνα. Πήγαινε φέρε το μεγάλο το μαχαίρι κι ας σφάξουμε του σκύλου το γέννημα».
Η γριά στην αρχή δε θέλησε, ύστερα κοίταξε πως η πείνα δεν τραβιέται και πήγε έφερε το μαχαίρι. Έδεσαν του βοδιού τα πόδια και ο γέρος το έσφαξε.
Από το κρέας του, άλλο πάστωσαν, άλλο έκαμαν καβουρμά. Αφού έφαγαν κιόλας από το κρέας του καβουρμά, η γριά πήγε να πλύνει τα πιάτα. Ο γέρος κάθισε κοντά στο τζάκι και συλλογιζόταν. «Χα καλό! Σήμερα φάγαμε και θα τρώμε ώσπου να τελειώσει το κρέας του βοδιού. Κι από εκεί και ύστερα; Ξανά θα πεθάνουμε από την πείνα!». Λογάριασε, ξαναλογάριασε και έβαλε στο νου του να «ξοδιάσει τη γριά» για να του φτάσει το κρέας περισσότερο καιρό.
-«Γριά», είπε, «πάρε τα έντερα και την κοιλιά και πάνε πλύνε τα καλά και φέρε τα. Πρόσεξε μην κοιτάς εδώ κι εκεί κι έρθει και τα αρπάξει αητός γιατί τότε άλλο στο σπίτι μη γυρίσεις. Κι αν έρθεις, μέσα δε θα σε βάλω. Θα σε σκοτώσω!» Η γριά πήρε τα έντερα και πήγε στο ρέμα. Έπλυνε, έπλυνε και τα έκαμε άσπρα σαν τα χιόνια και τα έβαλε πάνω σε καθαρή πέτρα να στεγνώσουν. Κοίταξε ολόγυρα, τίποτε δεν φαινόταν κι έσκυψε να πλύνει τα χέρια της. Εκείνη την ώρα ζζζιιιίτ! κατέβηκε ένας αητός και άρπαξε τα έντερα. Πέταξε ψηλά και κάθισε σε έναν βράχο επάνω. Η έρμη η γριά τρελάθηκε. Έτρεξε από πίσω του όσο μπορούσε και τον έφτασε στη ρίζα του βράχου που ο αετός καθόταν. Άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλεί:
-«Αητέ μου, αητέ μου! Δώσε μου τα έντερα. Αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες ένα κοτοπουλάκι να φάω;» είπε ο αητός.
Η γριά έτρεξε στην κότα και την παρακάλεσε.
-«Κότα, κότα, εσύ εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες μια χούφτα στάρι;» είπε η κότα.
Η γριά πήγε στο αλώνι και κλαίγοντας το παρακαλεί.
-«Αλώνι, αλώνι, εσύ εμένα στάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει.
-«Καμιά φορά με σκούπισες;» της είπε το αλώνι.
Η γριά έτρεξε στο δάσος.
-«Δάσος, δάσος! Εσύ σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-«Καμιά φορά ήρθες κλάδεψες τα κλαδιά μου;»  τη ρώτησε το δάσος.
Η γριά καιρό δεν χάνει. Έτρεξε στον σιδερά.
-«Σιδερά, σιδερά! Εσύ σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες λίγο γιαούρτι;» Είπε θυμωμένος ο σιδεράς.
Η γριά έτρεξε στην αγελάδα.
-«Αγελάδα, αγελάδα! Εσύ σε εμένα γιαούρτι, εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες μια αγκαλιά λιβαδόχορτο;» είπε η αγελάδα.
Η γριά κουρασμένη, κατασκοτωμένη, πήγε στο λιβάδι.
-«Λιβάδι, λιβάδι, εσύ εμένα χορτάρι, εγώ στην αγελάδα χορτάρι, η αγελάδα σε εμένα γιαούρτι, , εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-Καμιά φορά μου έφερες ένα κουτάλι νερό και με πότισες;» είπε το λιβάδι.
Η γριά πήγε στο ποτάμι. Δεν πρόφτασε να παρακαλέσει το νερό γιατί έτρεχε γρήγορα. Γέμισε ένα κατσαρολάκι νερό και πήγε πότισε το λιβάδι, πήρε χορτάρια κι έδωσε στην αγελάδα. Άρμεξε το ζώο, έφτιαξε γιαούρτι, το έφερε στο σιδερά, πήρε τσεκούρι και πήγε στο δάσος. Έκοψε ξερά κλαδιά κι έφτιαξε σκούπα, σκούπισε το αλώνι και πήρε σιτάρι, τάισε την κότα και πήρε κοτοπουλάκι, έτρεξε το έδωσε στον αητό και πήρε τα έντερα. Αργοπορημένη πήγε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα.
Ο γέρος λογάριασε πως αφού άργησε τόσο η γριά, άλλο δεν θα έρθει. Έφαγε και κοιμήθηκε.
Κρύος καιρός ήταν και άρχισε να χιονίζει. Η γριά παγωμένη η καημένη χτυπά δυνατά στην πόρτα και φωνάζει:
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε, ξεκίνησε να χιονίζει!
-Περίμενε, ας έρθει το χιόνι ως τα γόνατα σου.
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε μου, ήρθε ως τα γόνατα μου.
-Περίμενε να έρθει ως τη μέση σου κι έπειτα σου ανοίγω.
Η γριά άλλο δεν μίλησε. Την έκλεισε μέσα του το χιόνι, πάγωσε κι εκεί έμεινε. Ο γέρος από τη χαρά του πήγε ζέστανε λίγο καβουρμά, έφαγε ξανά και έπεσε στον βαθύ τον ύπνο. Στα μεσάνυχτα επάνω κάτι έπαθε ο γέρος. Τον έπιασε κοιλόπονος. Τσιρίζει, φωνάζει «Γριά! Γριά!». Κανείς δεν του απαντά.
Τώρα του ρθε στο νου η γριά και πήγε να άνοιξε την πόρτα. Το σύρτη δεν μπόρεσε να τον σύρει κι έπεσε κάτω κι έτσι με το αχ και το βαχ, βγήκε η ψυχή του εκεί στην πόρτα.
Η γριά πέθανε από την πείνα και το κρύο κι ο γέρος πέθανε από το πολύ φαί και τη ζέστη.

Η γυναίκα και το θερίον. 

Είνας Ματσουκάτες πολλά εσύρνεν με την γυναίκαν άτ’. Κακέσα και τζετρεφίλτσα γαρή έτον. Με την ταβήν εσκούσαν και με την ταβήν εκεϊσαν.
Έπουγαλέφτεν ερίφ’ς και επαίρνεν την απόφασιν να γλυτών’ άσ’ ατό το βάσανον. Έναν ημέραν άμον πάντα επαίρεν την κρεπήν και επήγεν ‘ς σ’ όρμάν σα ξύλα. Επεμάκρυνεν πολλά α σο χωρίον. Σ’ ναν τρανόν πελίτ κεκά ειδεν έναν βαθύν κουΐν πολλά βαθύν.
-Αγούτο, ενούντσεν, θα εν’ η σωτηρία μ’...


Έκοψεν κάμποσα τρανά κλαδία και εσκέπασεν το στόμαν τη κουί. Έσυρεν απάν κι άλλα μικρά φυλλωμένα κλαδόπα και τζίκουτα κι’ αέτς πα τηδέν κ εφαίνουτον. Άσ’ ατό κ’ υστερνά ετοίμασεν δύο σαλακά ξύλα. Τα έναν εθέκεν ‘ς ση κουΐ το γιάν και τ’ άλλο πλάν κεκά κ’ εκλώστεν κ’ έπήγεν ‘ς σο σπίτ ’ν άτ’.
Τ’ άλλο την ημέραν επαίρεν την γυναίκαν άτ’ να πάγνε ‘ς ορμάν να κατηβάζ’νε εντάμαν τα ξύλα ντο ετοίμασεν.
Άμον ντ’ εσούμωσαν ‘ς εκείνο το μέρος, ατός αμάν εφορτώθεν τ’ έναν το σαλάκ και είπεν την γαρήν άτ’ να φορτούται τ’ άλλο. Ατό έτον! Αμόν ντ’ έσούμωσεν η καρή ‘ς σο φόρτωμαν επάτεσεν απάν’ ‘ς σα κλαδία και ερούξεν ‘ς σο κουίν κι’ άπό πάν’ άτς το σαλάκ τά ξύλα.
Ο Ματσουκάτες ήσυχα ήσυχα εκλώστεν κ’ έπήγεν ‘ς σο σπίτ’ν άτ. Όλεν την νύχταν «ομμάτ’ ‘κ επόρεσεν να φέρ’ απάν». Ενούντσεν, επενούντσεν, εγροίξεν ντο εποίκεν τρανόν αμαρτίαν έτον. Σα ξημερώματα εσκώθεν κ’ επήγεν ‘ς σ’ ορμάν. Έφτασεν ‘ς σο κουίν κεκά. Έλυσεν το σκοινίν’ άτ’ και εκρέμασεν ατό απέσ’ ‘ς σο κουΐν και εκούιξεν:
-Σουμέλα, πιάσον την άκραν τη σκοινί, δέσον ατό ‘ς σα μέσα σ’... Εγώ θα σύρω και θα εβγάλωσεν απάν... χωρίς εσέναν ‘κ επορώ να ζώ!… έλεγεν και ελάιζεν το σκοινίν. Όνταν εγροίξεν ντο από φκά επιάστεν το σκοινίν ερχίνεσεν να σύρ’. Έσυρεν, έσυρεν και αναχά παρά τερεί να εβγαίν’ ασό κουΐν με το σκοινίν έναν θερίον!…. Έπήγεν ν’ φίν’ το σκοινίν’ το θερίον εκούϊξεν: ---Μη αφήν’τς με… κι θα τρώγω σε και δούλος εις σα γίνουμαι.
Αμόν ντ’ ελευθερώθεν το θερίον είπεν ατόν:
-Ευχαριστώ σε άνθρωπε!.. Εγλύτωσες με άσ’ έναν τζαναβάρ. Είνας γυναίκα άσ’ οψέ κιάν έβγαλεν την ψυ’ μ’ και να εγουρταρεύκουμ’ ασά χέρια τς ‘κ επόρνα. Ατώρα ίνταν θελ’τς εσύ θ’εφτάγω.
-Ντό Θέλω έν’ να μη πειράεις κανίναν ‘ς σον τόπο μ’. Νε ζα και νε ανθρώπ’ς.
Αέτς πα το θερίον εξέβεν ‘ς σην ανεφορίαν. Και ερχίνεσεν να καταρημάζ’ τον τόπον.Έμαθαν οι ανηφορέτ’ πως ατό το θερίον μόνον τον Ματσουκάτεν ακούει. Επήγαν επαρεκάλεσαν ατόν να έρται δέχ’ ατό.
Εσκώθεν κι’ ο Ματσουκάτες εξέβεν ‘ς αράεμαν τη θερί. Το θερίον άμον ντο είδεν ατόν από μακρά εγρίεψεν και σίτα έρται καρσί άτ’ κουίζ:
-Φύγον, γιόκσαμ θα τρώγω σε... μόνον ‘ς σον τόπο σ’ ‘κι πειράζω σε.
-Ακ’ σον, λέει κι’ ο Ματσουκάτες. Εγώ για το καλό σ’ έρθα! Εκείνε η καρή εξέβεν ασό κούιν και αραεύ’ σε! Έρθα νά λέγω σ’ άτο νά φυλάγεσαι.
-Όϊ ν’ αοϊλοί εμέν, εκούϊξεν το θερίον και αρχίνεσεν νά τρέχ’ ‘ς σο ραχίν κιάν’… ‘Α σόν φόβον άθε, π’ επάτνεν ‘κ έλεπεν... ‘ς έναν κρεμόν κεκά, ευρέθεν εύκαιρα, ερούξεν κ’ έσκοτώθεν.

Η Παναγία Σουμελά και το ασήμι του Σουλτάν Μουράτ

Μάρτης του 1936 και στο πρώτο τεύχος των Ποντιακών φύλλων δημοσιεύεται ένα κείμενο του Καπασακάλη Κωνσταντίνου με θέμα του την ασήμωση της σκεπής της Μονής της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα. Γνωρίζοντας σήμερα πως η Μονή δεν είναι ασημοσκέπαστη, το ενδιαφέρον τονώνεται για το τι διαδραματίστηκε τότε και η σκεπή του μοναστηριού διατηρήθηκε ως έχει.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Καπασακάλη, στα χρόνια του πολέμου της Αυτοκρατορίας με τους Πέρσες και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Βεζύρη Φερχάτ Πασά εναντίον της Βαγδάτης, το στράτευμα του Βεζύρη που βρισκόταν στην περιοχή του Πυξίτη οδεύοντας προς Περσία, χρειάστηκε κατάλυμα. Γνωρίζοντας τη φιλοξενία των μοναχών της Μονής της Παναγίας Σουμελά, ο Βεζύρης αποφάσισε την εκεί παραμονή του.
Οι μοναχοί, άνθρωποι του Θεού και μαθημένοι στις ξαφνικές επισκέψεις, τον δέχθηκαν εγκάρδια, τον φίλεψαν και τον φιλοξένησαν. Ο Βεζύρης θαύμασε όχι μόνον την ομορφιά του τόπου και του μοναστηριού μα και την οργάνωση του. Είδε στην άκρη της γης, εκεί που ουρανός σκεπάζει τα δάση με τα σύννεφα του, ένα μοναστήρι με κτίσματα σωρό, περίλαμπρη αγιογράφηση, βιβλιοθήκες, μαγειρεία, φούρνους, αγροκτήματα και μια κοινότητα μοναχών σε πλήρη άνθιση, με οικονομική αυτάρκεια.
Στην ερώτηση του προς τον ηγούμενο πως τα κατάφεραν όλα τούτα αποκομμένοι έτσι όπως ζούσαν από τον υπόλοιπο κόσμο, ο ηγούμενος του μίλησε για ένα μυστικό ρητό που περνούσε μέσα στους αιώνες από ηγούμενο σε ηγούμενο και την ευλάβεια με την οποία το τηρούσαν και τα θαυμαστά αποτελέσματα του, που ήταν όλα τούτα που ο Βεζύρης έβλεπε και θαύμαζε. Ως ήταν φυσικό ο Βεζύρης θέλησε να το μάθει και ο ηγούμενος δεν του αρνήθηκε τη γνώση: «Μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που σήμερα μπορείς να κάνεις».
Ενθουσιασμένος ο Βεζύρης διέταξε ευθύς αμέσως τούτο το ρητό να χαραχθεί στο ασημένιο κανάτι που χρησιμοποιούσε καθημερινά στην προσευχή του για να μην το ξεχάσει ποτέ.
Οι αμέσως επόμενες ημέρες βρήκαν το Βεζύρη πολύ μακρυά από το μοναστήρι της Παναγίας να μάχεται για την Αυτοκρατορία. Στη σκέψη του, η επίσκεψη του στη μονή είχε σβηστεί και μοναχά ο ενθουσιασμός του για την  εκπόρθηση της Βαγδάτης επικρατούσε. Φτάνοντας στα τείχη της δέχθηκε αντιπροσωπεία των Περσών που τον επισκέφθηκε για να του παραδώσει αναίμακτα την πόλη με την παράκληση πως μιας και ο ήλιος είχε ήδη πέσει να γίνει η παράδοση της επόμενη το πρωί που όλοι θα ήταν πιο ξεκούραστοι. Δέχθηκε ο Βεζύρης και ευχαριστημένος ξεκίνησε τη διαδικασία της προσευχής του για να ευχαριστήσει το Θεό που όλα καλά του τα έφερε. Τότε είδε το ρητό στο κανατάκι, θυμήθηκε τον ηγούμενο της Σουμελά που του τόνισε πως όλα τα θαυμαστά με την ευλαβική τήρηση αυτού του ρητού τα κατάφεραν και αποφάσισε να προχωρήσει σε κατάληψη της Βαγδάτης το ίδιο εκείνο βράδυ, αθετώντας τον λόγο του.
Η κατάληψη της πόλης έγινε με ευκολία περισσή γιατί ο στρατός που φρουρούσε την πόλη δεν τον περίμενε, μα είχε επαναπαυτεί στα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων κι έτσι σε λίγες ώρες η Βαγδάτη ήταν στα χέρια του Βεζύρη. Εκείνο το πρωινό κι ενώσω ο Βεζύρης περιδιάβαινε τα τείχη της πόλης ως νικητής, διαπίστωσε πως στρατιωτικές ομάδες διάσωσης της πόλης ερχόταν από μακρυά. Τότε κατάλαβε το δόλιο σχέδιο των Περσών. Την ώρα που αυτός θα βρισκόταν μέσα στην πόλη και θα γινόταν η τελετή παράδοσης της, οι Περσικές δυνάμεις που θα κατέφθαναν, θα τον εγκλώβιζαν μέσα σε αυτήν και όντας ανάμεσα σε δυο πυρά θα ηττούνταν ήττα πικρή.
Πολέμησε και νίκησε τον στρατό που κατέφθασε για τη διάσωση της πόλης κι αφού ευχαρίστησε το Θεό που τελικά όλα του πήγαν όπως θέλησε, θυμήθηκε ξανά τον ηγούμενο της Σουμελά και ένοιωσε μέσα του την ανάγκη εμπράκτως να δείξει την ευγνωμοσύνη του.
Ένα χρόνο αργότερα την ησυχία της Μονής διατάρασσε θόρυβος πολύς από ασκέρι ολάκερο στρατιωτών κι εργατών που κατέφθασε με περισσή όρεξη για να εργαστεί για την ασημοσκέπαση της Μονής. Το χρυσόβουλο που παραδόθηκε στον Ηγούμενο τα εξηγούσε όλα. Σε αυτό ο ίδιος ο  Σουλτάν Μουράτ ο Γ, απέδιδε την κατάληψη της Βαγδάτης στην καλή επιρροή που άσκησε ο ηγούμενος στη σκέψη και το λογισμό του Μεγάλου Βεζύρη και θέλοντας να τον ευχαριστήσει του έστελνε ασήμι κι εργάτες που θα σκέπαζαν την στέγη της Μονής με καθαρό ασήμι.
Τον αρχικό ενθουσιασμό των μοναχών για το ανέλπιστο και πλούσιο δώρο, αντικατέστησε η νηφάλια σκέψη του ηγούμενου ο οποίος ευγενικά αρνήθηκε το δώρο. Ο εκπρόσωπος του Σουλτάνου δεν πίστευε στ αυτιά του όταν άκουσε την άρνηση τούτη και συμβούλεψε να μην ανακινήσει τέτοιο θέμα η μονή, γιατί η προσβολή που θα ένοιωθε ο Σουλτάνος θα ήταν τέτοια που η ευγνωμοσύνη του θα μετατρεπόταν σε έχθρα.
Στα παρακάλια του ηγούμενου αντέδρασε με κωφότητα και ξεκίνησε να καλύπτει τη στέγη με ασήμι όπως είχε διαταγή να πράξει. Θορυβημένος ο ηγούμενος έστειλε αντιπρόσωπο στην Μητρόπολη Τραπεζούντας με την παράκληση να μεσολαβήσει στην Μεγάλη Πύλη και να αλλάξει το φιρμάνι. Δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί η μονή ένα τέτοιο δώρο. Ήδη αποκομμένη και πλούσια όπως ήταν, δεχόταν συχνά ληστρικές επιθέσεις, αν ήταν και σκεπασμένη με ασήμι, οι μοναχοί άλλη δουλειά δε θα χαν από το να απωθούν ληστές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αφιερωθούν στην προσευχή τους στο Θεό που ήταν και ο μοναδικός λόγος για τον οποίον επέλεξαν να μονάσουν.
Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας έβαλε τα δυνατά του και πολύ σύντομα το αναιρετικό δεύτερο φιρμάνι είχε εκδοθεί. Σε αυτόν τον χρόνο όμως ήδη το μικρό πύργωμα που βρισκόταν στην μέση της στέγης του ιερού, είχε σκεπαστεί με ασήμι.
Ο Ηγούμενος το άφησε ως έχει και δεν το ξήλωσε θεωρώντας πως αφού έγινε, καλώς έγινε. Εξάλλου είχε γλυτώσει το μεγαλύτερο κακό, να διαταραχθεί η πνευματική ζωή της μονής.



Άρκον, λύκον κι' αλεπόν.

Έναν ημέραν άρκον, ο λύκον κι’ άλεπόν εποίκαν συμφωνίαν, να πάνε εντάμαν σ’ αβ και ήνταν ευρίκ’νε εντάμαν να τρώγν’ άτο άμον καλά αδέλφα.
Αρ’ εξέβαν σο ραχίν, έτρεξαν αδά, έτρεξαν εκεί, ενεγκάσταν και σην βραδήν απάν’ επίασαν έναν ελαφόπον.
Άρκον ετέρεσεν, αν μοιράζ’ άτο, ατός πεινασμένος θ’ απομέν’. Ενούντσεν, επενούντσεν κι’ επεκεί εποίκεν την διαβολοσύναν άτ’.
- Εξέρετε, παιδία, ντό εν’; είπεν τ’ άλλτς τοι συντρόφ’ς άτ” Εγώ λέω τ’ ελαφόπον είνας μοναχόν άσ’ σοι τρείς έμουν να τρώει άτο, ποίος εν’ μειζέτερος. Εσείς πα ντό λέτε;
Αλεπόν πα κι ο λύκον ντο να εφτάνε! Εποίκαν ατό καπούλ. 
-Αιτέ όγλουμ λύκον, πε μίαν εσύ πόσων χρονών είσαι, είπεν άρκον.
Ο λύκον πα εσέγκεν το κηφάλ’ν ατ’ ανάμεσα σ’ έμπρ τα ποδάρια τ’, ενούντσεν ολίγον κι επεκεί είπεν:
- Εγώ ση Προφήτα τή Δαβίδ τον καιρόν ακόμαν εβύζανα, έλεε με η σχωρεμέντσα η μάνα μ’. Αρ’ ποίστε εσείς την λογαρίαν κ’ ευράτ’ ατά.
- Ατώρα πε κι’ εσύ δαβολίτσον, αλεπέ τ’ έσά τα χρόνια, άμαν τέρεν, ψέμματα ‘κι θα λές, είπεν τον αλεπόν όρκον.
Άλεπόν πα ατότε εσκώθεν είπεν άτς:
- Να έχω ούλά τα κρίματα ντ’ εποίκετε και τα χαταλόπα μ’ πα να μη χαίρουμαι, αν λέω ψέμματα. Εγώ, ο κύρη μ’ ο σχωρεμένον έλεε με.
-Μάναν ‘κ έγνώρτσα ο χιλάκλερον— ση κατακλυσμού τον καιρόν, όντας εσέβαμε σην Κιβωτόν τη Νώε, έμνε δίχρονος. Εγώ εγλύτωσα, άμαν η μακαρίτσα η μάνα μ’ ‘κ επόρεσεν. Σην βραδήν απάν έτον. Κάπ’ επήεν σην γειτονίαν ‘ς σο δάνος και επιάστεν σην καλατζήν και ους να κλώσκεται οπίσ’ η Κιβωτός εκλειδώθεν, κι’ έκείνε η άχαρος επέμνεν εξ’ και εφουρκίεν. Όπως και να εν’, μίαν άσ’ σον λύκον τρανός είμαι χωρίς άλλο.
Άρκον ατότε ετέρεσεν, η δουλεία αν κλώσκεται σα διαβολοσύνας ατος πεινασμένος θ’ απομέν’. Εϊνας ο δάβολον ους τον Προφήτην Δαβίδ ‘κ εστάθεν. Κι’ άλλος πα το σολούχ’ν ατ’ τάαχ σον κατακλυσμόν επήρεν.
- Ε, είπεν άτς, εγώ πα ατώρα σον Τρυγομηνάν απές θα γομώνω τα τρία. Άμαν σα τέσσερα να μη προφτάνω, αν αγούτο τ’ ελαφόπον ούλεν άμον το στέκ κι τρώγ’ άτο εγώ μοναχόν!.. Και χαμάν έσκωσεν τα τατά τ’ έναν τον είνας εδέκεν κι’ έναν τον άλλον και άπλωσεν άτς ‘ς σην γήν. Κι’ εκάτσεν κα μαναχός και εγουρζούλαεν τ’ έλαφόπον.
Μετάφραση
Μια μέρα η αρκούδα, ο λύκος και η αλεπού έκαναν συμφωνία να πάνε μαζί να βρούνε φαγητό και ότι βρουν να το μοιραστούν σαν καλά αδέλφια.
Βγήκαν στο βουνό, έτρεξαν από εδώ, έτρεξαν από εκεί, κουράστηκαν και κοντά στο βραδάκι πιάσαν ένα ελαφάκι
Η αρκούδα σκέφτηκε πως αν το μοιραζόταν τελικά αυτή θα έμενε πεινασμένη. Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε  και έκανε την πονηριά της.
-Ξέρετε κάτι παιδιά; λέει στους συντρόφους του, «εγώ λέω το ελαφάκι ένας από εμάς να το φάει. Και προτείνω να το φάει ο μεγαλύτερος. Εσείς τι λέτε;
Τι να κάνει η  αλεπού κα ο λύκος, αναγκαστικά συμφώνησαν.
- Άιντε Λύκο για πες εσύ πόσο χρονών είσαι, είπε η αρκούδα.
Ο λύκος έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια, σκέφτηκε λιγάκι και έπειτα είπε:
-Εγώ στον καιρό του Προφήτη Δαβίδ ακόμη βύζαινα, έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου. Κάντε λοιπόν εσείς το λογαριασμό.
-Τώρα πες κι εσύ  διαβολάκι, αλεπού, τα δικά σου τα χρόνια, αλλά κοίτα, ψέματα δεν θα πεις. Ορκίστηκε η αλεπού και σηκώθηκε και είπε αυτά:
-Να έχω όλα τα αμαρτήματα που κάνατε και τα παιδάκια μου να μην χαρώ αν πω ψέματα. Εγώ, ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος  μου έλεγε μάνα δεν γνώρισα ο καημένος -στον καιρό του κατακλυσμού, όταν ανεβήκαμε στην κιβωτό του Νώε, ήμουν δίχρονος. Εγώ γλύτωσα αλλά η μάνα μου δεν μπόρεσε. Στο βράδυ πάνω ήταν... Κάπου πήγε στη γειτονιά και έπιασε την κουβέντα και μέχρι να γυρίσει πίσω η κιβωτός είχε κλειδωθεί κα εκείνη έμεινε απ έξω και πνίγηκε. «όπως και να έχει το πράγμα, από το λύκο πιο μεγάλη είμαι, δίχως άλλο.
Η αρκούδα τότε κατάλαβε ότι η δουλειά γυρνάει στην πονηριά και σίγουρα πεινασμένη θα έμενε, Ο ένας ο πονηρός μέχρι τον προφήτη Δαβίδ έφτασε και η άλλη μέχρι τον κατακλυσμό.
-Εγώ, τώρα μέσα στον Οκτώβρη ,τους λέει, θα κλείσω τα τρία. Αλλά στα τέσσερα να μην προφτάσω να πάω αν αυτό το ελαφάκι δεν το φάω ολομόναχος! Σηκώνεται και δίνει μια τον έναν και μια τον άλλον και τους ξαπλώνει χάμω. Και κάθησε καλός και διαλεγμένος και έφαγε το ελαφάκι.

Ο Σάββας, η κλώσα και ο αετός

Μια φορά και έναν καιρό, ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού, σε ένα μικρό χωριό, η μαμά και ο μπαμπάς του μικρού Σάββα του είπαν ότι το πρωί θα πάνε στο χωράφι. Αυτός θα έπρεπε να προσέχει τα ζώα και ειδικά την κλώσα στην αυλή με τα 15 κοτοπουλάκια της για να μην τα πάρει ο γούσο. (αετός)



«Εντάξει Σάββα; Κανόνισε... δε θα πας να παίξεις με τα παιδιά θα προσέχεις την κλώσα! Γιατί αν πάθει κάτι θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς!» είπε η μαμά.



«Εντάξει βρε μαμά θα την προσέχω!» απάντησε ο Σάββας και παραδόθηκε στον ύπνο.



Όταν ο Σάββας ξύπνησε οι γονείς του είχαν ήδη φύγει. Η μαμά του Σάββα η κυρία Ανατολή του είχε ετοιμάσει λαβάσια (τηγανίτες) για να φάει. Αφού γέμισε το στομάχι του πήγε να ταΐσει και την κότα και αφού την ταΐσε και της έβαλε και νερό έκατσε να την προσέχει. Λίγη ώρα αργότερα τα παιδιά βγήκαν να παίξουν στο δρόμο. Είδαν το Σάββα να κάθεται στην αυλή και του είπαν:



«Τι κάνεις Σάββα; Έλα να παίξουμε!»



«Δεν μπορώ σήμερα παιδιά πρέπει να προσέχω την κλώσα που έκανε κοτοπουλάκια, να μην τα πάρει ο γούσο» απάντησε κατσουφιασμένος ο Σάββας.



Τα παιδιά όμως δε το έβαλαν κάτω τον παρακαλούσαν για πολύ ώρα ώσπου δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό και πήγε να παίξει.



Για να είναι όμως σίγουρος ότι η κλώσα δεν θα πάθει τίποτα της έβαλε μια κλωστή στο πόδι και έδεσε τα 15 κοτοπουλάκια το ένα πίσω απ’ το άλλο με την ίδια κλωστή. Καθώς έπαιζαν ένα παιδί κοίταξε στον ουρανό και είπε με θαυμασμό.



«Κοιτάξτε τί μεγάλο πουλί πετάει από πάνω και τη μεγάλη ουρά που έχει! Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!»



Όταν γύρισε ο Σάββας και το είδε του κοπήκαν τα πόδια και είπε με τρεμάμενη φωνή :



«Δεν είναι μεγάλο πουλί αυτό! Αυτός είναι ο γούσο και πήρε την κλώσα και όλα τα κοτοπουλάκια! Τώρα; Αχ θα με σκοτώσει ο μπαμπάς μου!» σκέφτηκε.



«Έλα Σάββα δε θα σε σκοτώσει θα τα πάρουμε πίσω» είπαν τα παιδιά.



Αλλά ο Σάββας έσκυψε κάτω το κεφάλι και πήγε σπίτι του.



Έτσι φοβισμένος καθώς ήταν πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσει ο μπαμπάς του αποφάσισε να πάει στο δάσος. Πήρε λοιπόν σε ένα παχράτς (δοχείο) λίγο νερό και σε ένα καλάθι λίγα κομμάτια πίτας και άφησε πίσω του το σπιτάκι του.



Περπατούσε πολλές ώρες στο δάσος και ο ήλιος άρχισε να δύει. Τότε βρήκε 3 βαρέλια τα 2 ηταν γεμάτα με μέλι ενώ το τρίτο ήταν ακόμα άδειο.Μπήκε μέσα και έκατσε να περάσει εκεί τη νύχτα και να προφυλαχτεί από το κρύο. Αργά το βράδυ όμως άκουσε βήματα και ψιθύρους. Δύο κλέφτες πήγαν να κλέψουν το πιο γεμάτο βαρέλι.



Σήκωσαν το πρώτο, σήκωσαν το δεύτερο και το τρίτο που ήταν ο Σάββας

ήταν το πιο βαρύ.



«Αυτό είναι αυτό θα πάρουμε έλα να το σηκώσουμε σύντροφε» είπε ο ένας κλέφτης στον άλλο και το σήκωσαν.



«Θα χαρεί πολύ το αφεντικό φίλε μου με τόσο πράγμα που του πάμε» είπε ο άλλος κλέφτης καθώς προχωρούσαν για το λιμέρι τους.



Στο δρόμο ο Σάββας από το φόβο του ούτε ανάσα δεν έπαιρνε.Κάποια στιγμή τα έκανε επάνω του από την τόση τρομάρα που πήρε και από τις χαραμάδες του βαρελιού άρχισε να στάζει. Τότε ο ένας κλέφτης το είδε και λέει «Ρε συ τοσο πολύ μέλι έχει το βαρέλι που άρχισε να ξεχειλίζει.» Και δοκίμασε λίγο με το δάχτυλο χωρίς να ξέρει ότι δεν είναι μέλι και είπε με έκπληξη «Καλέ είναι πολύ νόστιμο πάμε γρήγορα πριν χυθεί όλο» και άρχισαν να πηγαίνουν πιο γρήγορα.



Όταν εφτασαν στο λιμέρι τους πήγαν να φωνάξουν το αφεντικό τους. Κατευθείαν από πίσω τους ήρθαν άλλοι δυο κλέφτες με αλεύρι. Αύτοι νόμιζαν πως το βαρέλι ήταν άδειο και άρχισαν να ρίχνουν μέσα το αλεύρι. Δε χώρεσε όμως ούτε το μισό τσουβάλι. «Μα τί γίνεται, την

προηγούμενη φορά χωρούσε δύο τσουβάλια και τώρα…» είπε ο ένας.



«Κάτσε να δεις τι θα κάνουμε…» έκανε ο άλλος και πήγε και έφερε ένα ξύλο και με αυτό άρχισε να χτυπάει μέσα στο βαρέλι. Δεν ήξερε όμως ότι μέσα ήταν ο μικρός Σάββας. Το πρώτο χτύπημα τον πέτυχε στον αριστερό ώμο. Ο Σάββας από τον πόνο του δάγκωσε τα χείλη του αλλά δεν έβγαλε άχνα. Το δεύτερο χτύπημα τον πέτυχε στον δεξιό ώμο.Πάλι δάγκωσε τα χείλη του και αυτή τη φορά τα μάτωσε. Την τρίτη φορά τον πέτυχε ακριβώς στο κεφάλι. Τότε ο Σάββας τσίριξε από τον πόνο και πετάχτηκε έξω από το βαρέλι τινάζοντας το αλεύρι στα μάτια των κλεφτών. Άρχισε να τρέχει και οι κλέφτες τον κυνήγησαν, κρύφτηκε όμως πίσω από από ένα θάμνο και δεν τον βρήκαν.



Το επόμενο πρωί με το φώς της ημέρας πήρε το δρόμο προς το χωράφι που ήταν οι γονείς του. Όταν έφτασε πήγε στην αχλαδιά όπου η μαμά του είχε κρεμασμένα σε ένα καλάθι γιαούρτι και ψωμί. Τα

κατέβασε και άρχισε να τρώει. Τοτε η μαμά του τον είδε και πλημμυρισμένη από χαρά πήγε να το πει στον άντρα της.



 «Γιάννη έλα γρήγορα το παιδί μας γύρισε! Μη το μαλώσεις ποιός ξέρει τη νύχτα

πέρασε στο δάσος!» του είπε και αυτός της απάντησε «Βέβαια και δε θα το μαλώσω ευτυχώς που γύρισε ζωντανό!»



Έτρεξαν και τον αγκάλιασαν τόσο σφιχτά που θα έσκαγε. «Γιατί έφυγες έτσι παιδί μου;» τον ρώτησε η μαμά του «Ε να γιατί νόμιζα πως θα με σκοτώσει ο μπαμπάς αφού ο αετός πήρε την κλώσα και όλα τα κοτοπουλάκια» είπε διστακτικά ο Σάββας



«Μα είναι δυνατόν να σκοτώσω το παιδί μου! Ας’ την την κλώσα, ας την πήρε ο αετός θα πάρουμε άλλη εσύ να είσαι καλά!» του είπε ο μπαμπάς του και τον πήρε αγκαλιά και γύρισαν στο σπίτι τους. Από τότε ο Σάββας δεν έφυγε ποτέ ξανά μόνος του στο δάσος.

 

 


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου