Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Βιογραφικά Πόντιων Καλλιτεχνών



                                                            Θεοδωρος Παυλιδης
Γεννήθηκε στο Γιαννακοχώρι της Νάουσας στις 10 Νοεμβρίου 1957 και ήταν ο πρωτότοκος της οικογένειας, υπάρχουν και δύο μικρότερα αδέλφια, ο Βασίλης και ο Λάμπης. Μετά από ένα χρόνο η οικογένεια μετοίκησε στην πόλη της Νάουσας και το 1959 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Αρσένι της Σκύδρας, απ' όπου καταγόταν η μητέρα του.
Ο παππούς του Θόδωρος, που έφερε και τ΄ονομά του, Τσιλογλανίδης, (αυτό ήταν το επώνυμο τους, αλλά κατά απαίτηση της γιαγιάς του Όλγας μετά την εκτέλεση του παππού του η οικογένεια μετονομάστηκε Παυλίδη), ήταν αντάρτης κατά τη Γερμανική κατοχή στο όρος Βέρμιο, γνωστός ως Καπετάν Σπίθας Αυγερινός- Αστραπή κι επειδή ήταν γρήγορος και Φτεροπόδαρος. Από αυτόν κληρονόμησε ο Θόδωρος την παλικαριά του και την ανδροπρέπεια, ενώ από τον άλλο τον παππού, της μητέρας του τον πατέρα, την καλλιφωνία, μιας και ήταν ο ιεροψάλτης του χωριού. Από μικρός είχε κλήση προς την μουσική και παράλληλα με το σχολείο, όντας μαθητής στο Δημοτικό, μάθαινε Βυζαντινή μουσική στην Εκκλησιαστική Σχολή Εδέσσης.
Από εκείνη την ηλικία όμως έδειξε την προτίμησή του στο ποντιακό τραγούδι.
Τόση ήταν η αγάπη του για το ποντιακό τραγούδι που ανελειπώς παρακολουθούσε μαζί με τα αδέλφια του τις, τότε, ραδιοφωνικές εκπομπές «Ποντιακοί Αντίλαλλοι» και την εκπομπή του Στάθη Ευσταθιάδη. Μάλιστα ζήτησε από τον πατέρα του να του αγοράσει μια λύρα κι από μόνος του σιγά σιγά με πολύ υπομονή μάθαινε. Το τραγούδι, όμως, το είχε από τότε στην καρδιά του. Κάποια Χριστούγεννα, θυμάται ο αδελφός του Λάμπης «ο πατέρας μας έφερε δώρο ένα κασετόφωνο της εποχής κι ο Θόδωρος συνεχώς τραγουδούσε παραδοσιακά τραγούδια, ηχογραφώντας τη φωνή του, ώσπου να τα ερμηνεύσει άψογα». Από τότε ήθελε ότι ερμηνεύει να το αποδίδει τέλεια. Το βάπτισμα, όμως, του τραγουδιστή το πήρε στο πλευρό του συγχωριανού του Χρήστου Καρυπίδη. Υπομονετικά καθόταν δίπλα του, μετά το σχολείο ώρες ατελείωτες και τραγουδούσε. Έτσι όταν ήταν έτοιμος συνόδευε τον Χρ. Καρυπίδη σε εκδηλώσεις. Σε ένα πανηγύρι στο Κορδελιό Θεσσαλονίκης έτυχε να τον ακούσει ο γνωστός τότε λυράρης και τραγουδιστής Νίκος Ιωαννίδης, μια συνάντηση καθοριστική για την καριέρα του Θόδωρου.
Αφού τελείωσε το Δημοτικό στο Αρσένι, πήγε ένα χρόνο στο Γυμνάσιο στη Σκύδρα κι αμέσως συνέχισε τις σπουδές του ως οικοτρόφος στην Τεχνική Σχολή του Ο.Α.Ε.Δ. στη Θεσσαλονίκη, στον τομέα των συγκολλητών, ενώ παράλληλα δούλευε στο Ο.Σ.Ε.
Το 1982 παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του Αναστασία Παυλίδου κι απέκτησαν δύο γιους τον Λεωνίδα και τον Στάθη.
Καλλιτεχνική Σταδιοδρομία
Σπουδαστής και παράλληλα τραγουδούσε κρυφά από τους δικούς του, σ’ επαγγελματικό επίπεδο γεγονός που το πιστοποιεί η ύπαρξη του πρώτου του δίσκου σε ηλικία 16 ετών με τον λυράρη Αρχιμήδη Γεωργιάδη με τίτλο «Ο Πόντος Περιμένει» (στην εταιρεία ΠΑΝΙΒΑΡ) και παράλληλα τραγουδούσε και για λίγο διάστημα στην Αθήνα. Κατόπιν συνέχιζε να εμφανίζεται σε ποντιακά κέντρα της επαρχίας, όπως στο «Πασακιόσκι» και στο «Κορτσόπον» στη Βέροια κι αργότερα στο κέντρο «Σεβνταλής» στο Ριζό Σκύδρας. Το 1976 ο Νίκος Ιωαννίδης έψαχνε για συνεργάτη τραγουδιστή στο γνωστό κέντρο διασκεδάσεως της εποχής «Κομπαρσίτα». Στο μυαλό του ήρθε αμέσως το νεαρό αγόρι από το Αρσένι με την χαρακτηριστική φωνή. Πήγε στο χωριό, τον αναζήτησε, και, μάλιστα, λέει «ο Θόδωρος με την οικογένειά του ΄μαζευαν ροδάκινα», του έκανε την πρόταση να συνεργαστούν. Έτσι ο Θόδωρος από τα μαγαζιά της επαρχίας κατέβαινε, ως επαγγελματίας τραγουδιστής στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα στο πλευρό ενός πολύ γνωστού λυράρη. Το όνειρο άρχιζε να γίνεται πραγματικότητα. Τραγούδησε στην «Κομπαρσίτα» και σύντομα στο κέντρο «Ακροπόλ» στο Δερβένι, όπου γνωρίστηκε με τον Παυλάκη τον Δραμινό, γνωριμία που αποτέλεσε την αρχή μιας πολύ πετυχημένης και μακρόχρονης συνεργασίας, με καρπούς τους δίσκους «Τα Σεβδαλιδικα» Νο1 και Νο2.
Συνεργάστηκε με τους κορυφαίους της εποχής Σοφία Παπαδοπούλου, Παναγιώτη Ασλανίδη και αργότερα με τον Ανέστη Μωϋσή, τον Γιάννη Τσανάκαλη, τον Κώστα Σιώπη. Από τον 1992 μέχρι το 1995 συνεργάστηκε με τον μουσικό Μπάμπη Κεμανετζίδη, από το 1993 μέχρι το 2002 με τον λυράρη Στέλιο Χαλκίδη, ενώ από τις 3 Οκτωβρίου 2003 θα εμφανιζόταν στο κέντρο ΜΙΘΡΙΟ με τον Φάνη Κουρουκλίδη (ο οποίος ήταν και ο πρώτος από τους συνεργάτες του που ειδοποιήθηκε αμέσως μετά το τραγικό ατύχημα). Καθοριστική, όμως, στην καριέρα του υπήρξε το 1990 η γνωριμία και κατόπιν μακρόχρονη συνεργασία με τον στιχουργό Νάκο Ευσταθιάδη. Γνωρίστηκαν στα γυρίσματα της βιντεοταινίας «Σεβνταλήδες» κι από τότε οι στίχοι του Ν. Ευσταθιάδη πήραν σάρκα και οστά από την ερμηνεία του Θόδωρου Παυλίδη και το εσώψυχο του Θόδωρου Παυλίδη εξωτερικευόταν ερμηνεύοντας τους στίχους του Ν. Ευσταθιάδη. Ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια ήταν το «Νυχτοπούλ», γιατί αγαπούσε το ελεύθερο πέταγμα των πουλιών και ιδιαίτερα αυτής της νύχτας, που υποχρέωση τους είναι να την παρηγορούν με το κελάηδημά τους. Τελευταία τους συνεργασία ήταν η μουσικοθεατρική παράσταση «Έναν καιρόν κι έναν ζαμάν», που ανέβηκε από τους συλλόγους Ποντίων Νεαπόλεως και Ποντιακή Εστία το 2000. Ο ξαφνικός θάνατος του άφησε εν τω μέσω συνεργασία που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί δισκογραφικά.
Ο Θόδωρος Παυλίδης υπήρξε ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, ιδιαίτερα ευαίσθητος, προσηνής, καθόλου φιλάργυρος («Δεν αγαπούσε καθόλου το χρήμα» λέει ο Μπ. Κεμανετζίδης) και πολύ φιλάνθρωπος. Ο Νάκος Ευσταθιάδης θυμάται ένα περιστατικό που καταδικνύει την αφανή, στους πολλούς, φιλάνθρωπο πλευρά του αείμνηστου καλλιτέχνη: «Πριν οκτώ μήνες με πλησίασε στην Τέρπυλο του Κιλκίς ένας άνθρωπος που τον έβλεπα για πρώτη φορά. Αναγνώρισε ποιος ήμουν και μου είπε πως πριν από δυο χρόνια εξαιτίας ενός πολύ σοβαρού ατυχήματος είχε καταστραφεί οικονομικά. Ο Θόδωρος που είχε ακούσει την ιστορία του, τον πλησίασε και του έδωσε μέσα σ’ ένα φάκελο ένα χρηματικό ποσό. Αυτόν τον άνθρωπο τον είδα την ημέρα της κηδείας του να κλαίει απαρηγόρητος.»
Τα δύο τελευταία χρόνια εμφανιζόταν στο κέντρο «Λεμόνα» στην Αθήνα μαζί με τον Ανέστη Μωϋσή, ενώ η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν στα «Χρυσανθοπούλεια» τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου. Δύο μέρες αργότερα το νυχτοπούλ του Πόντου πέταξε ατρόμητο κι ελεύθερο, σαν γόνος αντάρτη που ήταν, για την άλλη διάσταση. Η κηδεία του έγινε στην ιδιαίτερη του πατρίδα, στο Αρσένι, όπου η πατρώα γη άνοιξε τη μαύρη αγκαλιά της για να υποδεχτεί το γλυκόλαλο αηδόνι της.
Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδεψαν όλοι οι Πόντιοι τραγουδιστές και λυράρηδες, που ερμηνεύοντας, ως κατευόδιο, τα τραγούδια του αείμνηστου «Παιδιού του Πόντου» έδιναν κουράγιο στους γονείς, στ’ αδέλφια του, στη σύζηγο, στα τέκνα του και σ’ όλους που τον τίμησαν για τελευταία φορά, αλλά συνάμα και υπόσχεση ότι ο Θόδωρος Παυλίδης έχει περάσει στο Πάνθεο των αθανάτων και ποτέ δεν θα ξεχαστεί.
Το όνομά του έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στη σύγχρονη ποντιακή ιστορία.
Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2003 στις 0:25, στο 17 χλμ. Σερρών Θεσσαλονίκης, το επιβατικό Ι.Χ. μ’ αριθμό κυκλοφορίας ΝΖΗ 9615 εκτράπηκε της πορείας του και προσέκρουσε σε περίφραξη εργοστασίου, με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού του Θεόδωρου Παυλίδη, του Λεωνίδα. 







                                                       
                                                             Στάθης Νικολαϊδης
O Στάθης Νικολαϊδης γεννήθηκε στο χωριό Ιλιτς, Καζακστάν (σημερινό Τουρκιστάν) στις 04 Αυγούστου, 1958. Οι ρίζες από τον Πόντο έρχονται από τον πατέρα του Ιωάννη (Κουνάκα, Ματσούκα) και την μητέρα του Ανθούλα (Ριζαίων). Ο Στάθης Νικολαϊδης και η σύζηγος του Σοφία έχουν τρία παιδιά: την Ανθούλα, την Πελαγία, και την Γεσθημανή.
Οι παππούδες του κατέφυγαν από τον Πόντο το 1917 στον Καύκασο. Ο Στάλιν εκτόπισε το 1937 τους Ελληνες από το Σοχούμ στην Τασκένδη. Ο Γιάννης και η Ανθούλα Νικολαϊδη πήρανε τα παιδιά τους Γεώργιο, Χαράλαμπο, Ευστάθιο και Θεοδώρα και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στο Περιστέρι, το 1966. Το 1972 χτύσανε σπίτι στην προσφυγική συνοικία Ασπρόπυργος, η οποία συνοικία είχε τότε 20 σπίτια.
Καλλιτεχνική Σταδιοδρομία
Ο πατέρας του Στάθη έπαιζε λύρα ερασιτεχνικά σε βαπτίσια και γάμους.
Μια βραδιά το 1976 στο ποντιακό κέντρο ΚΟΡΤΣΟΠΟΝ στην Καλλιθέα ο Στάθης τραγούδησε δύο τραγούδια με την συνοδεία του "Πατριάρχη" της λύρας Γώγο Πετρίδη. Μίλησε με τον αφεντικό του κέντρου Γρηγόρη Τσαγγατίδη και αρχίζει και τραγουδάει στο κέντρο, ως που να πάει φαντάρος. Το 1988 κάνει ένα μεγάλο καλλιτεχνικό βήμα και συνοδεύει τον Γιώργο Αμαραντίδη στην Μακεδονία, στην Βέρροια. Από τότε συνεχώς βρίσκεται στην Μακεδονία.
Το 1989 με τους Δημήτρη Καρασαββίδη και Θεόδωρο Βερροιώτη στην Πατρίδα Βερροίας. Το 1991 στην Θεσσαλονίκη με τον Παναγιώτη Ασλανίδη στους Αργονάυτες. Το 1993 με τον Θεόδωρο Βερροιώτη στο Αρίων Θεσσαλονίκης. Το 1994 με τον αείμνηστο Χρήστο Χρυσανθόπουλο στο Μίθριο Θεσσαλονίκης. Το 1998 με τον Γιώργο Ατματσίδη στην Αυλαία Θεσσαλονίκης. Από το 1999-2002 με τον Γιώργο Ατματσίδη στο Μίθριο Θεσσαλονίκης.
Μετά από μια συζήτηση με τον στιχουργό Λευτέρη Χαψιάδη ο οποίος λέει στον Στάθη "Σε θέλει ο Στέλιος Καζαντζίδης" πηγαίνει μαζί με τον Θεόδωρο Βερροιώτη στην Αθήνα. Ο Καζαντζίδης ήθελε να ερμηνέψει μερικά τραγούδια που είπε ο Στάθης μαζί με τον Βερροιώτη από την δισκογραφική τους δουλειά "Οδοιπορικό Στον Πόντο", τραγούδια του Νάκη Ευσταθιάδη και Θανάση Τσολερίδη. Λέει χαρακτηρηστικά ο Καζαντζίδης, "Θέλω να τραγουδήσω (ποντιακά τραγούδια) για το στοιχείο μας". Κατόπιν ο δίσκος-συνεργασία με το Χρύσανθο "Τ' Αηδόνια του Πόντου" γίνεται χρυσός σε πωλήσεις, "Μάθανε τι είναι ο Πόντος". Την επόμενη χρονιά (1994) γίνεται η συνεργασία "Συναπάντεμαν", και μετά (1995) "Πατρίδα μ' αραεύω 'σεν", στις οποίες έχει ο ελληνικός λαός την ευκαιρία να απολάυσει δύο μεγάλες ποντιακές φωνές, του Στέλιου Καζαντζίδη και του Στάθη Νικολαϊδη. Η παρουσία του Χρήστου Χρυσανθόπουλου σημαντική και ιστορική. Η σχέση των κκ. Καζαντζίδη και Νικολαϊδη δεν ήτανε μόνο επαγγελματική. Το 1994 ο Στέλιος Καζαντζίδης βαπτίζει το μικρότερο από τρία κορίτσια του Στάθη και της δίνει το όνομα της μητέρας του, Γεσθημανή.
Δισκογραφία
Η δισκογραφία του αρχίζει με "Οι Κεμεντζετζίδες" με τον Γιάννη Τσανάκαλη το 1978 το οποίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ερχονται άλλες ηχογραφήσεις: Το Αηδόνι του Πόντου , Αναστενάρια, Από τον Πόντο στην Αθήνα. 





                                                           Ιορδανιδης Μπαμπης
Γεννήθηκε στο Μόναχο τον Οκτώβριο του 1966, μιας και οι γονείς του ο Γιώργος και η Σοφία ήταν μετανάστες στη Γερμανία. Η καταγωγή των παππούδων του είναι από το χωριό Λιβάδια της περιοχής Γαλίαινας του Πόντου.
Σε μικρή ηλικία ξεκίνησε να τραγουδά και πολύ γρήγορα βρέθηκε ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα του ποντιακού καλλιτεχνικού χώρου. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στη Βέροια, όπου εκεί μυήθηκε στην ποντιακή μουσική παράδοση. Ο θείος του Στάθης Γαβρίδης έπαιζε λύρα και τον είχε κοντά του για να τραγουδάει.
Καλλιτεχνική Σταδιοδρομία
Η πρώτη του εμφάνιση σε κέντρο έγινε σε ηλικία μόλις εννιά χρονών στο Πρωτοχώρι της Κοζάνης, όπου σε ένα χορό, που τον πήγε ο θείος του ο Θεόδωρος Ταρνανίδης, ερμήνευσε ένα τραγούδι έχοντας τη συνοδεία της λύρας του Χρήστου Τσενεκίδη. Εκεί πραγματικά ο κόσμος τον αποθέωσε. Ακολουθεί η συνεργασία του με το λυράρη Γιάννη Σοφιανίδη από τα Αλωνάκια Κοζάνης, και εμφανίζεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
Το μεγάλο άλμα έγινε το 1977, όπου εμφανίζεται στο κέντρο "Ξενιτέας" στην Πτολεμαϊδα, έχοντας δίπλα του το λυράρη Γιώργο Δημητριάδη. Από εκεί αρχίζει ουσιαστικά η μεγάλη του πορεία στο επαγγελματικό ποντιακό τραγούδι. Εκεί γνωρίζεται με το Γεργούλη Κουγιουμτζίδη και την επόμενη χρονιά εμφανίζεται μαζί του στον "Ξεριζωμό" στην Πατρίδα Ημαθίας. Εκείνη την εποχή στην ευρύτερη περιοχή της Βέροιας βρισκόταν το επίκεντρο της ποντιακής διασκέδασης. Στον "Ξεριζωμό" έμεινε δύο χρόνια, όπου κοντά στον Γεργούλη Κουγιουμτζίδη έμαθε πολλά πράγματα που αργότερα τον βοήθησαν στην εξέλιξη της καρριέρας του.
Κατόπιν επιστρέφει στην Πτολεμαϊδα, όπου μένει για έξι συνεχόμενα χρόνια στο ποντιακό κέντρο " Ο Πόντος".
Το 1988 πηγαίνει στο "Φάρο" στη Βέροια και την επόμενη χρονιά βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου μαζί με τον Ανέστη Μωυσή εμφανίζονται στη "Λεμόνα". Την επόμενη χρονιά στο πρόγραμμα του κέντρου προστέθηκε και ο Κώστας Καραπαναγιωτίδης.
Ακολουθεί η κάθοδος του στην Αθήνα, όπου εμφανίζεται στην "Τρυγώνα" έχοντας λυράρη τον Μπάμπη Κεμανετζίδη και μένει για δύο χρόνια.
Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη στο κέντρο "Αρίων" στο Κορδελιό, και την επόμενη χρονιά βρίσκεται στην "Κοσμοκίνηση".
Ακολουθεί μία χρονιά στην "Τρυγώνα" της Αθήνας και στη συνέχεια εμφανίζεται για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια στη "Λεμόνα". Φυσικά εκτός από τις εμφανίσεις του σε όλη την Ελλάδα ο Μπάμπης Ιορδανίδης ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο όπου υπάρχουν Πόντιοι και βρέθηκε αρκετές φορές κοντά τους.
Δισκογραφία
Στο χώρο της δισκογραφίας έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1991 με το δίσκο "Το μοναχοπαίδ". Ακουλούθησαν "Το παρχαρόπουλο", το "Ψάχνοντας τον Πόντο", "Το Βράδον", το "Ποντιακή νύχτα στην Αθήνα", όπου ήταν μια ζωντανή ηχογράφηση. 




                                                           Καραπαναγιωτιδης Κωστας
 Γεννήθηκε στο Κλείτος Κοζάνης. Είναι ενας τραγουδιστής που υπηρετεί το παραδοσιακό τραγούδι του Πόντου. Επίσης είναι στιχουργός και συνθέτης και προέρχεται από μουσική οικογένεια. Εκτός από το τραγούδι ασχολήθηκε με το χορό, το θέατρο, την διεύθυνση των 2 χορωδιών της Ε.Λ. Βέροιας και της Ε.Λ. Κοζάνης, την λαογραφία, ως και αμέτρητες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές.
Δισκογραφία
ΑΗΤΕΝΤΣ ΕΠΑΡΑΠΕΤΑΝΕΝ – Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης
ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ - Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης
ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ Νο2 - Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης
ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ Νο3 - Γ. Κουγιουμτζίδης, Γιάννης-Γιωργάκης Καραπαναγιωτίδης
ΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΤΩΝ ΚΟΣΜΙΔΗ-ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ - Παναγιώτης Κοσμίδης
ΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΕΣΙΔΗ - Γιώργος Κεσίδης (συμμετέχει σε 2 τραγούδια)
ΧΘΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΝΤΑ -Γώγος Πετρίδης
ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ - «Απ' αδά και πέραν θέλω» με τον Γώγο Πετρίδη
ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ Νο8 - Δημήτρης Κουγιουμτζίδης
ΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΤΩΝ ΙΑΚΩΒΙΔΗ-ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ - Μίτκας Ιακωβίδης
ΑΓΑΠΩ ΤΑ ΕΜΟΡΦΑ - Δημήτρης Κουγιουμτζίδης-Λάμπης Σιαμίδης-Μιχάλης Καλιοντζίδης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΤΡΑΝΥΝΕΣ - Μάκης Ερημίτης- Θεόδωρος Βερριώτης
ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΛΕΣΧΗ ΚΟΖΑΝΗΣ (διπλός) χορωδία συλλόγου
ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΛΕΣΧΗ ΒΕΡΟΙΑΣ (διπλός) χορωδία συλλόγου
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟΝ ΤΟ ΣΠΙΤ' Ν' ΕΜΟΥΝ
ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΤΑ ΓΑΛΑΝΑ ΤΟ ΜΑΤΙΑΣ
ΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΤΟΥ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΙΔΗ-ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ (αφιέρωμα στο ποντιακό γεροκομείο)
ΕΛΑ ΠΟΥΛΙΜ ΑΦΟΙ ΚΕΜΑΝΕΤΖΙΔΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ - Ανδρέας Κουγιουμτζίδης
ΚΑΛΟΣ ΕΡΘΕΤΕ ΑΔΕΛΦΙΑ - Γιωργούλης - Ανδρέας Κουγιουμτζίδης
ΝΑΪΛΗ ΠΟΥ ΚΙ ΕΒΡΕΘΕΝ! - Νίκος Ιωαννίδης (διπλός)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ- Γιώργος Δημητριάδης - Ανδρέας Κουγιουμτζίδης (διπλός) 1989
ΧΑΛΚΙΝΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ φιλική συμμετοχή
ΥΜΝΩ Ματθαίος Τσαχουρίδης Χαράλαμπος Κεμανετζίδης live 




 
                                                 Χρύσανθος Θεοδωρίδης
Γεννήθηκε το 1934 στην Οινόη Κοζάνης από γονείς Πόντιους που κατάγονταν από το χωριό Περιζκιατζιτ Κάρς Καυκάσου. Μετά το δημοτικό, που τελείωσε στην Οινόη, πήγε δύο χρόνια στο Βαλταδώριο γυμνάσιο Κοζάνης και με την έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου έρχεται με την οικογένεια στον Πειραιά στο συνοικισμό Δραπετσώνας. Μεταγράφεται στο Α' Πρότυπο Γυμνάσιο Πειραιώς, που τώρα ονομάζεται Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή. Απεφοίτησε τo 1954. Σ' ένα χρόνο, το 1955 πήγε στρατίωτης και απολύθηκε το 1957.
Καλλιτεχνική Σταδιοδρομία
Με το ποντιακό τραγούδι ασχολήθηκε από το 1951, από μαθητής Γυμνασίου. Τραγουδούσε στους ραδιοφωνικούς σταθμούς Αθηνών με τα συγκροτήματα του Ν. Παπαβραμίδη και Ν. Σπανίδη από το 1951-1958. Συνεργάστηκε με όλα σχεδόν τα Ποντιακά Σωματεία της Αθήνας, σε κάθε λογής εκδηλώσεις. Το 1959 πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου μένει συνεχώς μέχρι το 1975. Εκεί συνεργάζεται με τον αείμνηστο Βετεράνο και ανεπανάληπτο λυράρη ΓΩΓΟ (ο Χρύσανθος τον αποκαλούσε Πατριάρχη της Λύρας). Ο Χρύσανθος μαζί με τον Γώγο για πρώτη φορά εισάγει Ποντιακή μουσική σε κέντρα διασκέδασης ξεκινώντας από την Καλαμαριά και την Πολίχνη. Γίνεται μέλος Ποντιακών Σωματείων όπως της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης και του Φάρου Ποντίων, τραγουδώντας στους ραδιοφωνικούς σταθμούς Θεσσαλονίκης. Ηταν 13 χρόνια συνεργάτης του λαογράφου κ. Στάθη Ευσταθιάδη σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε Ποντιακές θεατρικές παραστάσεις που δίνονταν σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα.
Η Ενωση Ποντίων Πολίχνης, στην κορυφαία εκδήλωση της, στις 5 Νοεμβρίου 1993, στο κοσμικό κέντρο ΜΙΘΡΙΟ, αποφάσισε να τον τιμήσει με ΧΡΥΣΟ ΜΕΤΑΛΙΟ και ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ, σε αναγνώριση της μεγάλης του προσφοράς στο ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ και στην ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Εκτός από τον αείμνηστο ΓΩΓΟ (Πετρίδη) με τον οποίο συνεργάστηκε πάνω από 18 χρόνια, είχε κατά καιρούς ως συνεργάτες τους λυράρηδες : Γεωργούλη Κουγιουμτζίδη, Δημήτρη Κουγιουμτζίδη, Γιωργούλη Κουσίδη, Παναγιώτη Ασλανίδη, Νίκο Ιωαννίδη, τον αείμνηστο Κωστίκα Τσακαλίδη, Μιχάλη Καλιοντζίδη, Χρήστο Χρυσανθόπουλο, τον γιο του ΓΩΓΟΥ, τον Κωστάκη Πετρίδη, τον γιο του Γεωργούλη, Ανδρέα Κουγιουμτζίδη, Χρήστο Τσενεκίδη, Θεόδωρο Βερροιώτη και Δημήτρη Πιπερίδη.
Ο ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ παράλληλα με το Ποντιακό τραγούδι από το 1973 συνεργάζεται με το μουσικοσυνθέτη Χριστόδουλο Χάλαρη στο Ελληνικό έντεχνο τραγούδι. Το 1975 εμφανίζεται σε μπουάτ της Αθήνας (Αποσπερίδα) με τον Ν. Ξυλούρη, την Μ. Κωχ και τον συνθέτη Χ. Χάλαρη τραγουδώντας Ποντιακά τραγούδια και τραγούδια του Χάλαρη. Το 1976 συμμετέχει σε συναυλίες με τον συνθέτη Χ. Χάλαρη και τον Ν. Ξυλούρη σε όλη την Ελλάδα. Το 1979-80 συμμετέχει σε συναυλίες στον Λυκαβητό του Χ. Χάλαρη και με τα έργα ΠΕΡΣΕΣ, ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ και άλλα. Το 1980 έλαβε μέρος μαζί με τον συνθέτη στο φέστιβαλ της Γαλλίας και σε τρεις άλλες πόλεις της Ν. Γαλλίας με έργα του συνθέτη και ποντιακά τραγούδια. Το 1981 πηγαίνει στη ΛΙΛ της Γαλλίας για μια συναυλία της πανεπιστημιακής σχολής. Το Φεβρουάριο του 1983 σε συναυλίες στην Δ. Γερμανία (Βόννη-Ντίσελντορφ) και Γενεύη Ελβετίας. Επίσης τον Μαίο του 1983 στην Μασσαλία της Γαλλίας ερμηνεύει το έργο του συνθέτη Χ. Χάλαρη ΠΑΘΗ ΑΠΟΚΡΥΦΑ σε ποιητική απόδοση Γ. Κακουλίδη. Το 1964 στην Δ. Γερμανία, το 1971 Αμερική, Καναδά , το 1972 Δ. Γερμανία, το 1974 σε όλη την Αυστραλία, το 1979 Σουηδία, το 1980-83 Γαλλία, Δ. Γερμανία, Ελβετία τον Οκτώβριο-Νοέμβριο. Τον Σεπτέμβριο-Δεκέμβριο 1984 Καναδά-Αμερική, τον Μάρτιο 1985 Δ. Γερμανία, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο1985 Δ. Γερμανία (Φρανκφούρτη-Αμβούργο-Δ.Βερολίνο), ΜΑΛΜΕ Σουηδίας, 1988 Γερμανία, 1990 Καναδά, Αμερική, 1991-92 Γερμανία. Εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές εκπομπές με ποντιακά τραγούδια και έργα του συνθέτη Χ. Χάλαρη.
Δισκογραφία
Το 1954 κάνει τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών. Απο το 1960 και μετά έχει κάνει: 30 ποντιακούς δίσκους 45 στροφών, δέκα ποντιακούς δίσκους 33 στροφών, 1 δίσκο 45 στροφών του Χ.Χάλαρη-Ν.Γκάτσου. Συμμετείχε στον δίσκο του Χ.Χάλαρη ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ με τους Ν.Ξυλούρη-Δ.Γαλάνη. Ερμήνευσε τραγούδια σε 4 μεγάλους δίσκους ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ Χ. Χάλαρη-Ν.Γκάτσου, ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Χ. Χάλαρη-Γ.Κακουλίδη και Θ. Αγγελόπουλος, ΠΑΘΗ ΑΠΟΚΡΥΦΑ Χ. Χάλαρη και Γ. Κακουλίδη, ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ Χ. Χάλαρη-Γ. Λογοθέτη.
Πέθανε το βράδυ της Τετάρτης 30 Μαρτίου 2005 σε ηλικία 71 ετών. Ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης απεβίωσε στις 20:00 στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου της Θεσσαλονίκης, όπου είχε μεταφερθεί μετά από καρδιακή ανακοπή συνεπεία εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Υπηρέτησε με πάθος το ποντιακό τραγούδι ως στιχουργός και τραγουδιστής και αφοσιώθηκε σ' αυτό σε όλη του τη ζωή.
Αναγνωρίστηκε και αγαπήθηκε από το κοινό των Ποντίων. Έγινε το ίνδαλμα πολλών νέων καλλιτεχνών που παρακινούμενοι από τον ίδιο υπηρετούν σήμερα με επιτυχία την ποντιακή μουσική λαϊκή παράδοση ακολουθώντας το παράδειγμά του. 






                                                             Παναγιωτης Ασλανιδης
Ο Παναγιώτης Ασλανίδης Κρωμναίος στην καταγωγή, γεννήθηκε το 1947 στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης σε οίκημα (φτιαγμένο από ξύλα και αμιαντόπλακες) που είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί κατακτητές. Στα δεκατρία του χρόνια άρχισε να παίζει λύρα κοντά στον Πατριάρχη της λύρας Γώγο Πετρίδη και στον επίσης μεγάλο δημιουργό έντεχνης ποντιακής μουσικής τον Γιάννη Βλασταρίδη, τον γνωστό Τσανάκαλη. Εχοντας από την φύση του ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο στην λύρα και στον χορό ο Παναγιώτης Ασλανίδης και μαθητεύοντας κοντά σε τέτοιους δασκάλους, έδωσε στην λύρα ένα ρυθμικό παλμό εντονότερο από οποιονδήποτε άλλον λυράρη που παίζει χορευτικά κομμάτια.
Κάποτε ρώτησε τον Γώγο, ακούγοντας τον στην ποντιακή εκπομπή της Ευξείνου Λέσχης που μεταδίδονταν κάθε Τετάρτη από τον ραδιοσταθμό των Ενόπλων:
* "Πατριάρχη εκείνο το τικ που έπαιξες, ένα μέρος του δεν μπόρεσα να συγκροτήσω. Σε παρακαλώ, παίξ΄το λίγο."
Ο Γώγος με την βαριά του φωνή του απάντησε:
* "Δεν ξέρω ποιο ήταν . Ηταν φαντασία της στιγμής. Εσύ πήρες τις βάσεις που έπρεπε, να κάνεις τώρα το δικό σου το στυλ."
Αυτό έκανε και ο Παναγιώτης, έπαιξε την λύρα, με όσες καταβολές του έμειναν από την ανθρώπινα αξεπέραστη δεξιοτεχνία του Ορφέα της Λύρας Γώγου και τα στοιχεία που του επέβαλλε η ορμητική του φύση και δημιουργεί την δική του προσωπικότητα. Παίζει δε μάλιστα και αυτός αυτοσχεδιάζοντας πάντα. Απέκτησε δε και τους μιμητές του.
Από το 1965 παίζει στην λαογραφική εκπομπή της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης ως συνεργάτης του Γώγου, Δάμωνα Ιωσηφίδη, Χαράλαμπου Εφραιμίδη, Φίκου Καλλιφατίδη, Τάκη Σαχινίδη κ.α. Δημόσια εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1967 στο κέντρο του Μελανίδη στην Νεάπολη Θεσσαλονίκης συνοδεύοντας τον Χρύσανθο Θεοδωρίδη. Η πρώτη του ηχογράφηση ήταν και τότε στην εταιρεία VASIPAP - το 1974 - με τον τίτλο Ποντιακοί Αντίλαλοι Νο1 όπου συνόδεψε τον Παυλάκη Δραμινό, την Γιώτα Παπαδοπούλου και τον Τάκη Παπαδόπουλο. Η συνέχεια δεν ήταν μικρή. Αφ' ενός συνέχισε τις εκπομπές της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης μαζί με τον πρωτοπόρο Νίκο Σωματαρίδη. Ηχογράφησε συνολικά δεκα LP και δέκα CD. Ο Πάντσον όπως και ο ίδιος τραγουδά τον εαυτό του, σαγήνεψε την ποντιακή νεολαία με το ρυθμικό του παίξιμο και έφερε πολλούς νέους κοντά στο παραδοσιακό τρόπο διασκέδασης, όπως αυτός διαμορφώθηκε ως προϊόν μαζικής κατανάλωσης στη σύγχρονη εποχή.
Ο Παναγιώτης Ασλανίδης συνεχίζει πανάξια, ως μέλος της τρίτης γενιάς την παράδοση την παράδοση της μεγαλύτερης Σχολής λύρας, της Σχολής της Καλαμαριάς. 
 Ο Φάνης Κουρουκλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 20-10-1976. Οι γονείς του Άγγελος και Αλεξάνδρα κατάγονται από τον Ασκό Σοχού Θεσσαλονίκης, ενώ η ποντιακή καταγωγή του είναι από την Ορντού και τη Σάντα.
Ο Φάνης ξεκίνησε τη λύρα στα 6 του χρόνια, ενώ στα 12 ήταν επαγγελματίας λυράρης.
Εκτός από εκτελεστής (λυράρης) είναι και καταξιωμένος συνθέτης με 17 δίσκους στο ενεργητικό του και 10 ακόμη συμμετοχές, με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές, στιχουργούς και μουσικούς.
Έχει παίξει με τα μεγαλύτερα χορευτικά συγκροτήματα της Ελλάδας, σε εκδηλώσεις και φεστιβάλ, σε όλο τον κόσμο.
Ξεκίνησε από το σύλλογο ποντίων Καλλιθέας Συκεών.
Στη συνέχεια έκανε το μεγάλο άλμα στην ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΠΟΝΤΙΩΝ Β.ΕΛΛΑΔΟΣ, όπου βρέθηκε ανάμεσα στους σημαντικότερους ανθρώπους της ποντιακής μουσικής και χορού, καθώς ήταν για χρόνια ο λυράρης της "στέγης".
Οι συνάδελφοί του στην Καλλιτεχνική Στέγη, όπως ο Παναγιώτης Ασλανίδης, ο Γιάννης Πολυχρονίδης, κ.α. γίνονται και μετέπειτα συνεργάτες του.
Ο Φάνης Κουρουκλίδης, είναι πάντοτε ευγνώμων, στο μεγάλο δάσκαλο Παναγιώτη Ασλανίδη, όπως και δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες άλλοι νεώτεροι λυράρηδες.
Η συνέχεια βρίσκει το Φάνη στο σύλλογο ΕΝΩΣΗ ΠΟΝΤΙΩΝ ΠΟΛΙΧΝΗΣ με τον Γιάννη Πιλαλίδη και από και πέρα συνεργάζεται με πολλούς συλλόγους, όπως την ένωση Λευκοτοπιτών, τους Αργοναύτες Κομνηνούς, το σύλλογο Λακκώματος Χαλκιδικής, Πετραλώνων, το σύλλογο Αλέξανδρος Υψηλάντης Ηλιούπολης, τους Ακρίτες Σταυρούπολης, τους Κρωμναίους Καλαμαριάς κ.α.
 Η ποντιακή νεολαία έχει αποδείξει ότι διαθέτει ικανά και δραστήρια μέλη , τα οποία γνωρίζουν πολύ καλά από που προέρχονται και τι δυνατότητες έχουν. Η μικρή τους παρουσία στα ποντιακά δρώμενα έχει δείξει ό,τι στο μέλλον μπορούμε να περιμένουμε πάρα πολλά από αυτούς. Ενας ανήσυχος νέος που ζυμώθηκε μέσα στους ποντιακούς συλλόγους είναι και ο Θόδωρος Κοτίδης. Είναι γιος του Λεωνίδα και της Ανθούλας Κοτίδη και έχει μία αδελφή της Θεοπίστη Κοτίδου. Γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1969 στο Λεβεντοχώρι του Κιλκίς όπου και έζησε τα είκοσι πρώτα χρόνια της ζωής του. Η καταγωγή των παππούδων του είναι από την Τσάλκα και τη Χαραπά. Οι παππούδες του πριν πάνε στην Τσάλκα κατοικούσαν στην περιοχή του Καρς και πιο παλιά στην περιοχή της Αργυρούπολης. Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι παντρεμένος με την Αγγελική Παμπουκίδου.

Σε ηλικία 8 ετών, ενώ ζει στο Λεβεντοχώρι, εντάσσεται στο χορευτικό τμήμα του συλλόγου "Αργοναύτες" στο Κιλκίς. Οταν είναι 10 χρονών ο πατέρας του, του αγοράζει την πρώτη του λύρα. Ξεκινάει μόνος του να παίζει λύρα και σιγά-σιγά γνωρίζει τα μυστικά της.
Ο αείμνηστος Ανέστης Αθανασιάδης είναι αυτός που τον βάζει για τα καλά μέσα στην ποντιακή μουσική. Η βοήθειά του ήταν καταλυτική και μετά από λίγα χρόνια , σε ηλικία 16 ετών, αρχίζει να παίζει σε διάφορους γάμους, βαφτίσεις, και κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση.
Μετά από ένα χρόνο παίζει λύρα στο κοσμικό κέντρο "Δειλινά" του Κιλκίς και αργότερα εμφανίζεται στο κέντρο "Πανόραμα" του Κιλκίς.
Στη στρατιωτική του θητεία, μετά από μία δωδεκάμηνη παραμονή στην Εβρο, υπηρετεί στην προεδρική φρουρά, όπου είναι λυράρης και χορευτής στο ποντιακό τμήμα. Με το ποντιακό χορευτικό τμήμα της προεδρικής φρουράς πηγαίνει δύο φορές στην Αμερική σε φεστιβάλ χορών.
Αφού τελειώνει τη στρατιωτική του θητεία μένει στην Αθήνα. Μπαίνει στο χορευτικό τμήμα του συλλόγου "Αργοναύτες-Κομνηνοί" της Καλλιθέας και με τη βοήθεια του Χρήστου Θεοδωρίδη δίνει πολλές απαντήσεις στα ερωτηματικά που τον βασανίζουν σχετικά με το θέμα της ποντιακής ιδέας.
Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Αθήνα συνεργάστηκε με το σύλλογο του Χαϊδαρίου και με διάφορους άλλους συλλόγους για μικρά χρονικά διαστήματα, αλλά πάντα βρίσκεται μέσα στα ποντιακά στέκια της Αθήνας. Επίσης παρακολουθεί μαθήματα λύρας στη σχολή εκμάθησης του Μιχάλη Καλιοντζίδη και αργότερα πηγαίνει κοντά στο Γιώργο Αμαραντίδη για να κατανοήσει καλύτερα τους σκοπούς της Ματσούκας.
Το 1998 έρχεται στη Θεσααλονίκη, όπου γνωρίζεται με τη Αγγελική Παμπουκίδου και τον Σεπτέμβριο του 2000 την νυμφεύεται κάνοντας έναν ανεπανάληπτο ποντιακό παραδοσιακό γάμο, τον οποίο ο "Εύξεινος Πόντος" παρουσίασε.
Με τον ερχομό του στη Θεσσαλονίκη εντάσσεται στην Ενωση Ποντίων Πολίχνης ως λυράρης και λιγότερο ως νταουλτζής.
Μεγάλος σταθμός στην επαγγελματική του καρριέρα ως λυράρης στάθηκε η εμφάνισή του στην σαιζόν 2000-2001 στον "ΜΙΘΡΙΟ", όπου μαζί με τον Γιώργο Σιαμλίδη στο τραγούδι καταφέρνουν να καταξιωθούν στη συνείδηση των Ποντίων ως ένα νέο δίδυμο που υπόσχεται πολλά.
Αυτό είχε ως συνέπεια όλο το καλοκαίρι που μας πέρασε να δεχθούν πάρα πολλές προσκλήσεις από διάφορους συλλόγους και να εμφανιστούν σε διάφορα μέρη της Βόρειας Ελλάδας.
Ο Θόδωρος Κοτίδης επισκέφθηκε τα γραφεία του "Ευξείνου Πόντου" και μας μίλησε για τις εμπειρίες του και για τα σχέδια του για το μέλλον.
-Θόδωρε, μετά από μια πετυχημένη σαιζόν στο "ΜΙΘΡΙΟ", πάλι ο κόσμος θα σε απολαύσει στο "ΜΙΘΡΙΟ".
-Μαζί με το Γιώργο Σιαμλίδη θα είμαστε πάλι στο "ΜΙΘΡΙΟ". Κοντά στο Στάθη Νικολαϊδη και Γιώργο Ατματζίδη και φέτος θα έχουμε τον Γιώργο Δημητριάδη στο τραγούδι με το Φίλιππο Κεσαπίδη στη λύρα.
-Πόσο σημαντικό ήταν για σένα που τα πρώτα ουσιαστικά επαγγελματικά σου βήματα τα έκανε στο "ΜΙΘΡΙΟ";
-Σίγουρα το "ΜΙΘΡΙΟ" είναι ένας χώρος που σου δημιουργεί μεγάλες ευθύνες. Ο κόσμος είναι απαιτητικός αλλά σου δίνεται η ευκαιρία να δείξεις αυτό που μπορείς να δώσεις. Πιστεύω ήταν μια καλή ευκαιρία να δείξω τις δυνατότητες μου και νομίζω ότι μέχρι στιγμής κάτι κατάφερα να πετύχω.
-Στην αρχή της καριέρας σου εσύ και πάρα πολλοί λυράρηδες δεν είχατε την βοήθεια δασκάλου για να μάθετε καλύτερα και σίγουρα γρηγορότερα τα μυστικά της λύρας. Πόσο βοηθάνε τα σημερινά παιδιά οι σχολές λύρας που έχουν δημιουργηθεί;
-Είναι πολύ καλό να βγαίνουνε νέοι λυράρηδες από τις σχολές λύρας, αλλά να μην σταματούν εκεί. Δηλαδή να μη σταματούνε σ' αυτό που θα τους δείξει ο δάσκαλος, το οποίο είναι σωστό και αξιόλογο, δεν το συζητάμε, αλλά ας ψαχτούν και από μόνοι τουε.
Ας ψαχτούν προς τα "πίσω" όσο μπορούν, δηλαδή βρίσκοντας παλιές μελωδίες μελετώντας παλιούς λυράρηδες, αποκτώντας το δικό τους προσωπικό ύφος. Είναι δύσκολα γιατί δεν έχουν βιώματα από τους παλιούς, αλλά νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια καλή φάση και πιστεύω ότι μπορούν να αρχίσουν να ψάχνουν όσο γίνεται και οι καινούργιοι λυράρηδες.
-Πόσο οφελεί κάποιον καλλιτέχνη και ειδικά νέο καλλιτέχνη να περάσει από τα μεγάλα ποντιακά μαγαζιά;
-Αναμφισβήτητα τα μεγάλα μαγάζια είναι μια καλή διαφήμιση κατά κάποιον τρόπο και κατά δεύτερο λόγο σου δίνονται ευκαιρίες και ανοίγουν πόρτες τις οποίες μπορείς να τις διαβείς ή και μπορείς να μην τις διαβείς.
Από εκεί και πέρα η ανησυχία η δικιά μου και του Γιώργου Σιαμλίδη μας βοήθησε αρκετά να προχωρήσουμε καθώς επίσης και η ανταπόκριση του κόσμου. Βλέπουμε σήμερα ότι μεγάλη μάζα της νεολαίας ασχολείται με την ποντιακή παράδοση και είναι ευκολότερο ο νεολαίος να πλησιάσει τον νεολαίο. Και μάλιστα όταν ένας νεολαίος βλέπει κάποιον νέο να βρίσκεται στο πατάρι μέσα από τον πλησίασμα του νέου καλλιτέχνη μπαίνει μέσα στην παράδοση. Ισως και αυτός ήταν ένας ακόμη σημαντικός λόγος να γίνουμε πιο αγαπητοί στον κόσμο.
-Σύμφωνα με τα λεγόμενά σου οι νέοι καλλιτέχνες έχουν ευκολότερο δρόμο για να πετύχουν;
Σαφώς. Η νεολαία είναι αυτή που θα καθιερώσει κάποιες καταστάσεις. Σιγά-σιγά βλέπουμε ότι πολλοί νέοι βρίσκονται στα διοικητικά συμβούλια των συλλόγων. Αυτό είναι καλό για τους νέους καλλιτέχνες γιατί οι νέοι πιο εύκολα μπορούν να τους προσεγγίσουν.
-Φέτος το καλοκαίρι θα παρατήρησες ότι στους πάρα πολλούς χορούς που έγιναν η συμμετοχή της νεολαίας ήταν κάτι παραπάνω απο εντυπωσιακή. Που οφείλεται κατά τη γνώμη σου;
Αυτό ξέρεις ότι θα μπορούσαμε να το συζητάμε πάρα πολλές ώρες. Απλά θα ήθελα να πω αυτό που ξέρει όλος ο κόσμος ότι ο παραδοσιακός τρόπος διασκέδασης είναι και ο πιο υγειής. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι διασκέδαση, αλλά κακά τα ψέματα όταν έχεις έστω και λίγο το γονίδιο της παράδοσης μέσα σου αμέσως γίνεσαι και εσύ ένα με αυτό. Επίσης θα ήθελα να πω ότι σ' αυτό έπαιξαν ρόλο και οι νέοι καλλιτέχνες που βρέθηκαν στο πατάρι αλλά και το ότι έχει αναβιώσει το παλιό καλό πανηγύρι.
-εχεις περάσει μέσα από πολλούς συλλόγους. Πόσο βοηθάνε οι σύλλογοι στην διατήρηση της ποντιακής παράδοσης;
-Γενικά στις μεγαλουπόλεις οι συλλόγοι είναι αυτολι που κρατάνε όλο αυτό το πράγμα που λέμε παράδοση. Είτε με τους χορούς, είτε με τα τμήματα λύρας, είτε με τις θεατρικές ομάδες που διατηρούν. Αυτά στις μεγαλουπόλεις και αυτό το έζησα όσο χρονικό διάστημα έμεινα στην Αθήνα. Στην επαρχία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπάρχει το βίωμα, θα ακούσεις τη λύρα, το κλαρίνο, θα δεις τους παππούδες να χορεύουν.
Και θα ήθελα να πω και κάτι στους νέους. Οταν εντάσσονται μέσα σε έναν σύλλογο μπορούν πολύ εύκολα να ταξιδέψουν και να γνωρίσουν περισσότερους πολιτισμούς και να έρθουν σε επαφή με διαφορετικές κοινωνίες.
Μέσα από τα ταξίδια αυτά κατορθώνουν οι σύλλογοι και δείχνουν την ποντιακή πολιτιστική μας παράδοση και στους υπόλοιπους λαούς.
-Εκανες έναν παραδοσιακό ποντιακό γάμο και στην εκκλησία πήγες εσύ, η νύφη αλλά και πολλοί φίλοι σας ντυμένοι με τις παραδοσιακές στολές. Πες μας δύο λόγια.
-Καταρχάς θέλω να πω ότι ήταν ένα όνειρο παιδικών χρόνων. Οφείλω να ευχαριστήσω θερμά τη σύζηγό μου Αγγελική Παμπουκίδου, γιατί όπως γνωρίζουμε η γυναίκα φοράει μια φορά νυφικό στη ζωή της, αυτή αποφάσισε να φορέσει ζουπούνα, ήταν συγκινητικό. Θέλαμε να δείξουμε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να διατηρήσουμε την παράδοση.
Σε αυτή μας την απόφαση βρέθηκαν κοντά μας και πάνω από 100 φίλοι που ήταν και αυτοί ντυμένοι με παραδοσιακές ποντιακές στολές. Το δίδαγμα ήταν ότι και άλλα παιδιά θέλουν να παντρευτούν με τον ίδιο τρόπο.
-Πέρασες μια σαιζόν στο "ΜΙΘΡΙΟ" συνεργαζόμενος με μια μεγάλη ορχήστρα. Πόσο σημαντικό είναι ο λυράρης να συνοδεύεται από άλλα μουσικά όργανα;
-Πρώτα απ' όλα να πω ότι όταν ο λυράρης φεύγει από το φυσικό της περιβάλλον που είναι το τραπέζι και μπαίνει σε μηχανήματα για να ακουστεί, από εκεί και πέρα έχουμε χάσει αυτήν την ιδιομορφία και χροιά της λύρας.
Είναι επιλογή μας να βάλουμε τη λύρα μόνο με ένα νταούλι ή με μια ολόκληρη ορχήστρα. Εγώ πιστεύω ότι όλα χρειάζονται. Είναι καλή αυτή η ποικιλία. Είναι θέμα του καθενός να επιλέξει τι θέλει να ακούσει.
-Πέρυσι είδαμε στο "ΜΙΘΡΙΟ" να βρίσκονται τρεις λυράρηδες και να συνεργάζονται μεταξύ τους. Καταρχήν είναι δύσκολο αυτό και δεύτερον άρεσε στον κόσμο;\
-Οχι δεν είναι δύσκολο. Απλά ήθελε κάποια συννενόηση μεταξύ μας και από εκεί και πέρα υπήρχε και αυτοσχεδιασμός που πολλές φορές το κάναμε.
Μπορεί μερικές φορές να μη μας βγαίναν κάποια πράγματα αλλά ήταν πιο αποδεκτό στον κόσμο. Αυτό φάνηκε το καλοκαίρι που βρεθήκαμε σε διάφορους χορούς όπου ο κόσμος ζητούσε να παρουσιάσουμε αυτό που κάναμε στο "ΜΙΘΡΙΟ", δηλαδή να βγαίνουμε όλοι μαζί στο πατάρι.
-Πόσο σε βοήθησε η το αντίθετο σε επηρρέασε αρνητικά, που στο ξεκίνημα της ουσιαστικής σου επαγγελματικής καριέρας βρέθηκες δίπλα σε έναν πολύ μεγάλο καλλιτέχνη και εννοώ το Στάθη το Νικολαϊδη;
-Η παρουσία του Στάθη ήταν καταλυτική σε μένα. Σίγουρα ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος γιατί ένοιωθα δέος. Ενοιωθα αμήχανα. Στη συνέχεια εμένα και τους υπόλοιπους νέους καλλιτέχνες μας συμπαραστάθηκε και μας βοήθησε σε ότι χρειαστήκαμε.
Μπορώ να πω ότι φέτος το καλοκαίρι αρκετές φορές με δική του πρόταση εμφανιστήκαμε σε αρκετούς χορούς, δίπλα του, συμπληρώνοντας το καλλιτεχνικό πρόγραμμα.
Με αυτόν το τρόπο ήμασταν ένα πιο οργανωμένο γκρουπ, όπως γίνεται και στις συναυλίες, με σωστά ηχητικά μηχανήματα και βγάζαμε ένα πιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα που έγινε τρομερά αποδεκτό από τον κόσμο.
Είναι αυτό που λέγαμε μεγάλη ορχήστρα, οργανωμένη, με εναλλαγή προγραμμάτων αλλά πάντα σε ποντιακή βάση.
-Τι περιμένει ο κόσμος από εσένα και τους υπόλοιπους που και φέτος θα βρίσκεστε στο "ΜΙΘΡΙΟ";
-Και φέτος στο "ΜΙΘΡΙΟ" εκτός από το Στάθη το Νικολαϊδη και το Γιώργο το Δημητριάδη οι υπόλοιποι είμαστε νεαροί καλλιτέχνες. Αυτό οφείλεται στον ιδιοκτήτη του "ΜΙΘΡΙΟ" τον Παύλο τον Μανουσαρίδη.
Πρώτα απ' όλα ο Παύλος ο Μανουσαρίδης έχει τρομερή αδυναμία στο να βλέπει καινούρια παιδιά να βγαίνουν και να καταξιώνονται μέσα από το "ΜΙΘΡΙΟ". Νομίζω ότι όλες του οι επιλογές μέχρι τώρα ήταν αξιόπιστες και πιστεύω ότι θα είναι και στο μέλλον.
Εμείς οι καλλιτέχνες που θα είμαστε στο "ΜΙΘΡΙΟ" θα δώσουμε ότι καλύτερο μπορούμε αφενός για να διατηρήσουμε τη φήμη του μαγαζιού και αφετέρου να καταξιωθούμε περισσότερο στη συνείδηση του κόσμου.
 

Ο Γιώργος Ατματσίδης γεννήθηκε στο Λαύριο στις 15 Σεπτεμβρίου, 1975. Οι γωνείς του κατάγωνται απο το Ορντού και ήρθανε στην Ελλάδα απο την πρώην Σοβιετική Ενωση. Είναι ο μικρότερος από 6 αδέλφια. Ξεκίνησε να παίζει λύρα από ηλικία 6 χρονών παίρνωντας ερεθύσματα από τα δύο του αδέλφια και τον πατέρα του που έπαιζαν λύρα. Εντελώς αυτοδίδακτος, ο Γιώργος στα 12 του χρόνια αρχήζει και εμφανίζεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Σε ηλικία 13 χρονών αρχήζει επίσης να παίζει πλήκτρα. Σε ηλικία 16 χρονών αρχίζει η καλλιτεχνική του καριέρα εμφανίζωντας στα κέντρα ΤΡΥΓΩΝΑ και ΛΕΜΟΝΑ για 5 χρόνια, κοντά σε πολλούς καλλιτέχνες όπως τους Γιώργο Δημητριάδη, Γιώργο Νικολαϊδη και Κώστα Θεοδοσιάδη.
Η συνεργασία του με τον ΣΤΑΘΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ αρχίζει το 1998. Μετά από μερικές εμφανίσεις μαζί, το Σεπτέμβριο αρχίζουν μία σαιζόν στο κέντρο ΑΥΛΑΙΑ. Από το 1999 εμφανίζεται στο κέντρο ΜΙΘΡΙΟ Θεσσαλονίκης με τον Στάθη Νικολαϊδη. Εκτός από τις εμφανίσεις στο κέντρο περιοδεύει όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι παντρεμένος με την Δέσποινα και έχουν ένα χαριτομένο κοριτσάκι.

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ - DISCOGRAPHY
Τριαντάφυλλα σην στράτας θα γωμώνω - Γιώργος Δημητριάδης (1993)
I will fill your road with roses - Giorgos Dimitriadis (1993)
Ποντιακα Τραγούδια - Σπύρος Κωνσταντινίδης (1994)
Songs of Pontos - Spyros Konstantinidis
Ποντιακά Τραγούδια - Θεόφιλος Σεχίδης (1995)
Songs of Pontos - Theofilos Sehidis (1995)
συμμετοχή σε λαϊκη ορχήστρα με τον Δημήτρη Τόλιο (1995)
performance on popular songs by Dimitris Tolios (1995)
Αέρτς - Γιώργος Δημητριάδης (1995)
Saint George - Giorgos Dimitriadis (1995)
Πόντος Καύκασος Ελλάδα - Γιάννης Κοπαλάς (1996)
Pontos Caucasus Greece - Giannis Kopalas (1996)
Απόψ' είδα 'σεν σ'όραμα μ' - Κώστας Καζαντζίδης (1997)
Last night I saw you in my dreams - Kostas Kazantzidis (1997)
Πατρίδα μ' αραεύω 'σεν - Στέλιος Καζαντζίδης, στο τραγούδι "Ο Φίλος" (1997)
My homeland, I yearn for you - Stelios Kazantzidis, on the song "O Filos" (1997)
Ποντιακή Ραψωδία - μουσική Μάκη Ερημίτη (1997)
Pontian Rhapsody - composer Makis Erimitis (1997)
Ποντιακά Τραγούδια - Ξένια Γεωργιάδου (1998)
Pontiaka Tragoudia - Xenia Georgiadou (1998)
Μιθριδάτης του Πόντου - μουσική Θανάση Τσολερίδη (1998)
Mithridates of Pontos - composer Thanasis Tsoleridis (1998)
Ο Μετοικόν - Στάθης Νικολαϊδης, μουσική Κ. Σιώπη (2000)
Immigrant - Stathis Nikolaidis, composer K. Siopis (2000)
Κιβωτός - Στάθης Νικολαϊδης, μουσική Χ. Κεμανετζίδη (2001)
Kivotos (Ark) - Stathis Nikolaidis, composer H. Kemanetzidis (2001)
Ζωντανή Ηχογράφηση στο Κέντρο "Ειρήνη" Αθήνα - Δημήτρης Καρασαββίδης (2002)
Live from Club "Irini" Athens - Dimitris Karasavvidis (2002)
Κεμανετζίδης - Ατματσίδης- Ανατολή και Δύση (2003)
Kemanetzidis - Atmatsidis - East and West (2003)
Ας' σην ψυ μ' εβγαίν λαλίαν - Γιώργος Δημητριάδης- Ζωντανή ηχογράφηση (2003)
From my soul comes a voice - Giorgos Dimitriadis - Live recording (2003)
Τη Ψης το Καρακίδ - Στάθης Νικολαϊδης (2003)
The keys of the soul - Stathis Nikolaidis (2003)



Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα την πατρίδα που δεν έλαχε να γνωρίσει ο ίδιος. Οταν ο Βασίλης Τσιτσάνης υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στο τάγμα τηλεγραφητών στην Καλαμαριά και τα βράδυα έπαιζε μπουζούκι στο κέντρο "Καλαμάκι" στο Καραμπουρνάκι εκεί γνωρίστηκε με τον Γώγο, ο οποίος ήταν λάτρης του μπουζουκιού που έπαιζε επίσης και ο ίδιος. Και έδωσε το μπουζούκι του στον Τσιτσάνη και είχανε παίξει μαζί στο ίδιο κέντρο. Αλλά οι γονείς του του απαγόρευσαν να επιδοθεί στο όργανο αυτό και αυτός ακολούθησε μόνο την λύρα.
Κάποτε ο Γώγος έπαιζε σε έναν γάμο στα Γιαννιτσά. Και τότε ήρθαν κάποιοι που δεν τον είδαν ποτέ, και είπαν: "Για ας τερούμε ατός πα άμον εμάς άνθρωπος εν και παίζ αϊκον κεμεντζέν!"
Κάποτε ο Γώγος εμφανιζόταν με τον Χρύσανθο στο κέντρο "Η Μπουάτ του Νίκου". Τότε έτυχε να περάσει για δουλειές καλλιτεχνικές από την Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Μανισαλής ο μουσικοσυνθέτης. Πέρασε απ' το κέντρο, και αφού παρακολούθησε όλο το πρόγραμμα τότε είπε: "Δυό πρακτικοί (μουσικοί) με εντυπωσίασαν στη ζωή μου μέχρι τώρα. Ενας Γάλλος που έπαιζε βιολί, και αυτός ο λυράρης ο Γώγος! "
Ο Γώγος επίσης συνεργάστηκε και με τον Χρήστο Νικολόπουλο όταν αυτός έκανε τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα σε γάμους και άλλες εκδηλώσεις. Εκανε συναυλίες με τους Χάρρυ Κλυνν, Λιζέττα Νικολάου, και Κωστίκα Τσακαλίδη στην Αθήνα. Επίσης έλαβε και μέρος στην ελληνική ταινία Ματωμένη Γη με τους ηθοποιούς Λαυρέντη Διανέλλο, Ανέστη Βλάχο και Καίτη Θεοχάρη.
1980 συνεργασία σε δίσκο με τον Κ. Καραπαναγιωτίδη ΧΘΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΝΤΑ.
Ο Ποντιακός λαός τον άκουσε και τον τίμησε, αναγορεύοντας τον σε ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ της ποντιακής λύρας και του ποντιακού μας τραγουδιού.
Ο Γώγος άφησε πίσω του βαριά κληρονομιά και μουσική παρακαταθήκη, για όλους τους καλλιτέχνες μας, που θα θελήσουν να πλησιάσουν, η να μιμηθούν το έργο του.

Ο Αλέξης Παρχαρίδης γεννήθηκε το 1971 στην Κοζάνη από γονείς Ποντίους, οι οποίοι κατάγονταν από το Καπήκιοϊ της Τραπεζούντας.
Το 1989 εισήχθη στη σχολή Αυτοματισμών των ΤΕΙ Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων Φοιτητών – Σπουδαστών Θεσσαλονίκης . Την ίδια περίοδο ύστερα από παρότρυνση του αείμνηστου Χρύσανθου Θεοδωρίδη, άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι.
Ηχογράφησε έξι προσωπικούς δίσκους με παραδοσιακά τραγούδια του Πόντου, ενώ το 1998 έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού , συμμετέχοντας στο δίσκο «Υάκινθος» του Μάνου Αχαλινωτόπουλου. Από τότε συμμετείχε σε σημαντικές ελληνικές και διεθνείς διοργανώσεις.
 

Γεννήθηκε το 1958 σ' ένα ακριτικό χωριό της Δράμας, την Πρασινάδα. Η καταγωγή του από τον Πόντο είναι από το χωριό Λειβάδια Γαλλίενας (περιοχή Ματσόυκας). Στην Πρασινάδα, όπου και μεγάλωσε, βιώνει τα ποντιακά ήθη και έθιμα , με τρόπο αυθεντικό. Στα δεκαέξι του παίρνει την λύρα στο χέρι και μαθαίνει να παίζει και να τραγουδά αυτοδίδακτα. Στην εικοσαετή επαγγελματική του καριέρα δουλεύει σε πολλά ποντιακά κέντρα των πόλεων Δράμα, Ξάνθη, Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα και στις περιοχές Κοζάνης και Καστοριάς. Συμμετέχει σε πολλές εκδηλώσεις και στο εξωτερικό.


ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΝΤΙΑΚΑ (1983) με την Σοφία Παπαδοπούλου

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΗΣ (1986)

ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ Νο1 (1995)

ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ Νο2 (1998)

ΖΩΝΤΑΝΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ (1999) με τον Παναγιώτη Κογκαλίδη

25 ΧΡΟΝΙΑ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ (1999) με συμμετοχή 15 τραγουδιστές

ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ (1999) με τους Γιάννη Καλπατσινίδη-Αλέξη Παρχαρίδη-Γιάννη Πολυχρονίδη

ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ (2000)

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΚΟΡΤΣΟΠΟΝ (2000) με τον Δημήτρη Καρασαββίδη

ΤΗ ΨΗΣ ΙΜ ΤΡΑΩΔΙΑΣ

Ο Ματθαίος Τσαχουρίδης γεννήθηκε στη Βέροια. Σε ηλικία 9 ετών, ο μικρός τοτε Μακούλης, όπως πολλοί τον αποκαλούν και σήμερα, ξεκίνησε να παίζει την ποντιακή λύρα την οποία έμαθε από τον παππού του, γνωστό λυράρη της περιοχής. Απο τότε μέχρι και σήμερα, η ποντιακή λύρα είναι το μουσικό όργανο με το οποίο ο Ματθαίος εκφράζει τη βαθειά του αφοσίωση, αγάπη και σεβασμό σε αυτό που υπηρετεί.
Η δεξιοτεχνία του και ο τρόπος με τον οποίο ο Ματθαίος αποδίδει και εκφράζει τη μουσική παράδοση των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και τις δικές του μουσικές απόψεις μέσα από το παίξιμο της λύρας του, δεν άργησαν να αναγνωριστούν.
Σε ηλικία 12 ετών, κάνει την πρώτη του δισκογραφική δουλειά και ακολουθούν άλλες πέντε. Τον Μάιο του 1996 κερδίζει το πρώτο Πανελλήνιο βραβείο παραδοσιακής μουσικής, σε διαγωνισμό που διοργάνωσε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Αμέσως μετά, η Ιερά Μητρόπολις Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, παραχωρεί στον Ματθαίο υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό.
Στο Λονδίνο, όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα, ο Ματθαίος είναι πτυχιούχος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Goldsmiths του Λονδίνου, έχει στο ενεργητικό του μεταπτυχιακό – Masters στην Εθνομουσικολογία και αυτήν την περίοδο είναι υποψήφιος Διδάκτωρ του Μουσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου, υπό την εποπτεία του Άγγλου εθνομουσικολόγου Professor John Baily. Το θέμα της διατριβής του είναι «Η Ποντιακή Λύρα στη σύγχρονη Ελλάδα».
Τον Ιανουάριο του 2005, ο Ματθαίος κερδίζει το Πρώτο Βραβείο του Ιδρύματος Τεχνών Βρετανίας, ως ο καλύτερος ερμηνευτής παραδοσιακού οργάνου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει συμμετάσχει με την ποντιακή λύρα στα φεστιβάλ παγκόσμιας μουσικής WOMAD (Αγγλία 2001 και 2005) και WOMEX (Ολλανδία 2002), στην Όπερα του Παλέρμο στη Σικελία για την UNESCO (Ιταλία 002) και στο Royal Albert Hall του Λονδίνου σε ένα φιλανθρωπικό κονσέρτο για τα παιδιά του Αφγανιστάν (Αγγλία 2002). Έχει εκτελέσει διάφορες συνθέσεις και έργα με την ποντιακή λύρα για το ραδιόφωνο του BBC και το 2004 ερμηνεύει με τη λύρα του το μουσικό Ολυμπιακό θέμα της τηλεόρασης του BBC για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, συνοδευόμενος από την Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας. Τον Αύγουστο του 2004 συνεργάζεται με τον Πέρση λυράρη Αρντεσίρ Καμκάρ στην Τεχεράνη. Αποκορύφωση στη μέχρι τώρα συναυλιακή του πορεία, αποτελεί η εμφάνισή του στο Ηρώδειο για την έναρξη του φεστιβάλ Αθηνών 2005. Εκεί ερμηνεύει με την ποντιακή λύρα συνθέσεις του Μίμη Πλέσσα υπό τη διεύθυνσή του και τη συνοδεία της Ορχήστρας Συγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Ο Ματθαίος εκτός από ποντιακή λύρα παίζει και άλλα έγχορδα μουσικά όργανα όπως βιολί, λαούτο, ούτι, μπουζούκι, κιθάρα, Ιρανική λύρα, Αφγανικό ρεμπάπ, καθώς επίσης και την Αφγανική και Ουζμπέκικη λύρα.

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Ο ΠΟΝΤΟΣ ΖΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΒΙΩΝΕΙ με τον Στάθη Νικολαϊδη (1991)

ΑΔΕΣΜΕΥΤΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ με τους Γιώτη Γαβριηλίδη και Κώστα Τσαχουρίδη (1993)

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ με τον Γιώτη Γαβριηλίδη

ΥΜΝΩ με τον Κώστα Καραπαναγιωτίδη

Στο τραγούδι "Έτσι νομίζει" από το CD: «ΣΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟ ΟΥΡΑΝΟ» με τον Λευτέρη Πανταζή (Τραγούδι Νο. 2).


Στο τραγούδι "Απόγευμα στο δέντρο" από το CD: «ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ» με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη (Τραγούδι Νο. 2).

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΣΙΑ με τους Αρντεσίρ Καμκάρ στην Ιρανική λύρα και τον Χουσεϊν Ζαχάγουι στα κρουστά (2003) 

 Γεννήθηκε στη Σοβιετική Ενωση το 1972. Ηρθε στην Ελλάδα το 1979. Σε ηλικία 7 χρονών άρχισε να μαθαίνει λύρα και παραδοσιακούς ποντιακούς χορούς. Επαγγελματικά ξεκίνησε σε ηλικία 16 χρονών στο κέντρο Κορτσόπον στην Αθήνα. Αργότερα δούλεψε και σε άλλα ποντιακά κέντρα και διάφορες εκδηλώσεις εντός και εκτός Ελλάδος. Συνεργάστηκε με πολλούς κορυφαίους πόντιους καλλιτέχνες.


ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΑΡΩΘΥΜΩ ΚΑΙ ΤΡΑΩΔΩ

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΧΟΡΟΥ (Ν. Ζουρνατζίδη) -

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ "ΚΟΡΤΣΟΠΟΝ" με τον Κώστα Θεοδοσιάδη

ΤΟΥΛΟΥΜΙ ΚΑΪΤΕΔΕΣ με τους Στάθη Νικολαϊδη-Γιάννη Καλπατσινίδη-Κώστα Ζώη

Ζωντανή Ηχογράφηση στο Κέντρο "Ειρήνη" Αθήνα - Δημήτρης Καρασαββίδης 

 Οταν παίζει τη λύρα είναι σαν να διηγείται την Ιστορία του Πόντου. Ανήκει στην τρίτη γενιά προσφύγων, παλεύει όμως να παραμείνει παραδοσιακός -- επειδή "εξέλιξη σημαίνει και αλλοίωση"...
Η φωνή του Πόντου είναι, έτσι και αλλιώς, μία από τις πιο μυστικές, από τις πιο κλεισμένες στον εαυτό τους φωνές της ελληνικής παράδοσης. Κάτι η ιδιαίτερη γλώσσα της, κάτι οι ιδιόμορφοι ρυθμοί της, κάτι οι λογείς παρεξηγήσεις που συνόδευσαν την διάσοσή της, η ποντιακή μουσική παράδοση έχει περιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά σε όσους έχουν βιωματική σχέση μαζί της λόγω καταγωγής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τον πιό σημαντικό, ίσως, ρόλο στην πληρέστερη δυνατή καταγραφή του πλούτου αυτής της παράδοσης έχει η τρίτη γενιά μετά της εγκατάσταση των πληθυσμών του Πόντου στην κυρίως Ελλάδα. Από τους επιφανέστερους μουσικούς - εκπροσώπους αυτής της γενιάς είναι ο Γιώργος Αμαραντίδης.
Γεννήθηκε το 1944, σε ένα χωριό της Κοζάνης, το Καπνοχώρι. Μέχρι τα 30 του, ζει στην αγροτική κοινωνία που έχουν οργανώσει εκεί οι Πόντιοι πρόσφυγες. Από 12 χρόνων, μαθητεύοντας κυρίως κοντά στον πατέρα του, ερασιτέχνη μουσικό, αρχίζει να παίζει κεμεντζέ (ποντιακή λύρα) σε παρέες, σε γάμους και σε πανηγύρια. Το 1973, δέχεται την πρόταση της Δόρας Στράτου να κατέβει στην Αθήνα για να παίξει λύρα συμμετέχοντας στις παραστάσεις του συγκροτήματος Ελληνικών Λαϊκών Χορών. Εναν χρόνο αργότερα, ηχογραφεί τον πρώτο μεγάλο δίσκο του με παραδοσιακά τραγούδια του Πόντου. Θα ακολουθήσουν πολλοί ακόμη προσωπικοί δίσκοι αλλά και κάποιες συνεργασίες με την Δόμνα Σαμίου. Η συζήτηση μαζί του έγινε στο σπίτι του, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Καλλιθέα.
Πως μεταδίδεται σε ένα παιδί που μεγαλώνει λίγο μετά τον πόλεμο -- και λίγο πριν συμπληρωθούν 30 χρόνια απο την προσφυγιά -- η ποντιακή καταγωγή του;
Γ.Α. : Επειδή τότες δεν υπήρχε τηλεόραση, που κάθεσαι σήμερα και παρακολουθάς ό,τι λέει, έπρεπε κάποιος να μιλάει, να υπάρχει αντίλογος...Τον χειμώνα, λοιπόν, είχαμε τα "παρακάθια" όπως τα λέγαμε εμείς. Μαζευόμασταν, δηλαδή, σε σπίτια, 10-15 άτομα, οικογένειες, αντρόγυνα με παιδιά. Ητανε τότε ακόμη πρόσφατα τα γεγονότα, ζούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Ρεύμα δεν υπήρχε, βάζαμε στη μέση τη λάμπα και όλο γι' αυτά συζητούσαν. Τι τραβήξανε, πως φτάσανε μέχρι εδώ, πόσους χάσανε στους δρόμους...Εμείς όλα αυτά τα ακούγαμε σαν παραμύθι αλλά από τις πολλές επαναλήψεις κάποια στιγμή φτάναμε να νομίζουμε ότι κάπου εκεί ήμασταν κι εμείς.
Ποιά είναι η ιδιαίτερη καταγωγή σας;
Γ.Α. : Από την Τραπεζούντα. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στον δρόμο, στον ερχομό...Τους Αρμένιους τους σφάξανε εν ψυχρώ. Τους Πόντιους τους στέλνανε εξορία μέσα στον χειμώνα, τους παίρνανε τα ρούχα και από το κρύο και τις κακουχίες πεθαίνανε. Γενοκτονία με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή. Ο παππούς μου -- έλεγαν -- είχε φύγει στην Ρωσία -- ήταν πολλοί που πηγαίνανε εκεί κατά διαστήματα και δούλευαν. Οταν γύρισε, μαζευτήκανε σε ένα φυσικό σπήλαιο. Μπήκανε μέσα τα γυναικόπαιδα και οι άντρες πιάσανε την είσοδο. Κάποια στιγμή, ο αξιωματικός των Τούρκων ζήτησε να μιλήσει με κάποιον υπεύθηνο. Ως απόδειξη της συμφωνίας για την ανταλλαγή πληθυσμών -- για να βγούνε οι δικοί μας και να μην πολεμάνε άδικα -- τους έφεραν μια εφημερίδα ελληνική. Υστερα, τους μαζέψανε όλους μαζί, τους κατεβάσανε στην παραλία και τους βάλανε στα πλοία. Ηρθανε στην Αθήνα και από εκεί διοχετεύθηκαν σε διάφορα μέρη, από τα Γιάννενα μέχρι την Κρήτη.
Στη δεκαετία του '50, όσο ήσασταν ακόμη παιδί, υπήρχαν άλλα ακούσματα στο χωριό εκτός από τη μουσική του Πόντου;
Γ.Α. : Ακούγαμε ακόμη, τότε, τους λυράρηδες που είχαν έρθει από τον Πόντο. Βέβαια, δεν ήταν επαγγελματίες...Ο πατέρας μου έπαιζε λύρα, ο θείος μου τραγουδούσε. Δεν υπήρχε ραδιόφωνο στο χωριό για να ακούσουμε άλλες μουσικές. Μόνο γύρω στο 1955 ήρθε ένα ράδιο στο καφενείο και ήτανε αυτό το μέγα γεγονός. Μαζεύονταν, λοιπόν, όλοι εκεί για να ακούσουν τις ειδήσεις.
Ποντιακά από δίσκους πότε πρωτοακούσατε;
Γ.Α. : Υπήρχαν μερικοί που είχανε γραμμοφωνήσει στις παλιές τις πλάκες : Ο Νίκος Παπαβραμίδης, ο Σταύρης Πετρίδης από τη Θεσσαλονίκη -- ο πατέρας του Γώγου, ο Μπαϊραχτάρης από τα Σούρμενα...Τους ακούγαμε μετά το 1955, στο γραμμόφωνο που υπήρχε στο καφενείο του χωριού. Μαζί ακούγαμε και το Μια μελαχρινή, κούκλα ζωντανή και τραγούδια σμυρνέικα. Η ποντιακή δισκογραφία όμως άρχισε βασικά μετά το '60. Τότε ξεκίνησε να ηχογραφεί ο Χρύσανθος, με τον Γώγο, με τον Κουγιουμτζίδη, και σιγά σιγά οι υπόλοιποι.
Φεύγετε για πρώτη φορά από το χωριό με αμορμή τη λύρα;
Γ.Α. : Οταν ήρθε το στρατιωτικό, δεν πήρα τη λύρα μαζί μου. Παρουσιάζομαι τότε στα Τρίκαλα και είναι οι μέρες που έχει γεννήσει ο βασιλιάς τον Παύλο. Μας ρωτάνε, λοιπόν, πόσοι ξέρουμε όργανα για να γλεντήσουμε στο στρατόπεδο. Από τα μεγάφωνα ακούω ότι ψάχνουν κάποιον που να παίζει ποντιακή λύρα. Με φωνάξανε και πήγα. "Γιατί δεν έφερες τη λύρα;" με ρώτησαν. "Δεν τόλμησα." "Θα πάρεις άδεια να πας να την φέρεις." Απολύθηκα, γύρισα στο χωριό και συνέχισα την ίδια δουλειά : αγρότης. Εως ότου κάποιος από την Κοζάνη που με ήξερε μίλησε για μένα στη Δόρα Στράτου. Εκείνη έψαχνε λυράρη. Με παίρνει, λοιπόν, τηλέφωνο και μου λέει: "Έχω ένα θέατρο στην Αθήνα και θέλω..." Εγώ ούτε τη Δόρα Στράτου ήξερα μέχρι τότε ούτε τίποτα για όλη αυτή την ιστορία. Προβληματίστηκα. Ηταν και μέσα στο καλοκαίρι και η δουλειά του χωραφιού δεν παίρνει αναβολή.
Δεν το θεωρήσατε μια καλή ευκαιρία για να φύγετε από το χωριό; Αυτό ήταν τότε ομολογουμένως το όνειρο των περισσοτέρων...
Γ.Α. : Οχι. Εμένα μου άρεσε η δουλειά στα χωράφια. Εκεί είχα μάθει και εκεί μου άρεσε. Και τώρα, ακόμη, στο χωριό θέλω να ζήσω, αλλά οι υποχρεώσεις με κρατάνε εδώ. Ηρθα παρ' όλα αυτά στην Αθήνα -- ήμουν 27 χρονώ -- γνώρισα τη Δόρα Στράτου, γνώρισα και κάτι άλλα παιδιά, Πόντιους, που χόρευαν εκεί. Με άκουσε, της άρεσα και θέλησε να με κρατήσει.
Οπότε μετακομίζετε στην Αθήνα...
Γ.Α. : Οχι. Πηγαινο-ερχόμουνα. Ταξίδευα τέσσερις φορές τον μήνα. Τη βδομάδα που έβαζε κρητικά στην παράσταση δεν έβαζε ποντιακά γιατί μοιάζουνε. Ετσι, εγώ την μια βδομάδα ήμουν στο χωριό και την άλλη στην Αθήνα. Αυτό για τρία χρόνια. Στο τέλος της πρώτης σεζόν, σκεφτόμουν να σταματήσω. Ετυχε, όμως, τότε, να γίνει ένα ταξίδι στις Ινδίες με όλο το γκρουπ. Ιανουάριος του 1974. Ενας λόγος που κάθησα ήταν αυτός. Ηταν μια καλή εμπειρία εκείνες οι περιοδείες και εγώ έμεινα κατενθουσιασμένος γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα στο εξωτερικό. Την επόμενη χρονιά που η Δόρα Στράτου μου ζήτησε να ξανακατεβώ, εγώ της απάντησα : "Ναι, αλλά θέλω να με προωθήσετε για δίσκο προσωπικό, δικό μου..." Τηλεφώνησε, λοιπόν, και με σύστησε στη Μιούζικ Μποξ. Ετσι έκανα τον πρώτο μου δίσκο. Μέχρι που έκλεισε η εταιρεία και έφυγα, έκανα άλλους έξι δίσκους.
Πόσα χρόνια παίξατε στη Δόρα Στράτου;
Γ.Α. : Εννιά. Οταν πια ήταν στα τελευταία της, έφυγα. Δεν θέλησα να συνεργαστώ άλλο. Επεσαν τα κοράκια πάνω της και αρχίσανε άλλα πράγματα. Ποιός θα πάρει τη θέση της, ποιός θα πάρει το τάδε πόστο..Εκείνη, λόγω της ηλικίας της, είχε πάθει κάτι σαν αμνησία -- δεν γνώριζε καλά καλά τους συνεργάτες της και δεν είχε πιά κρίση. Εβλεπα να καρφώνει ο ένας τον άλλον και εκείνη να διώχνει κόσμο. Εγώ έφυγα μόνος μου.
Η ΛΥΡΑ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πως νιώθει ένας άνθρωπος που έμαθε τη λύρα σε παρέες, σε γλέντια, σε γάμους και ξαφνικά βγαίνει να την παρουσιάσει σαν "νούμερο" μιας παράστασης σε ένα θέατρο; Εχω την εντύπωση ότι, μέχρι τότε, το τραγούδι, η μουσική, είχε για εσάς άλλο νόημα...
Γ.Α. : Οταν παίζω λύρα σε τέτοιους χώρους, νομίζω ότι λέω την Ιστορία του Πόντου -- αυτήν που δεν έχουν τα βιβλία. Υπάρχουν μόνο δύο γραμμούλες για τόσες χιλιάδες χρόνια, τόσες θυσίες και μία γενοκτονία. Η Εξοδος του Μεσολογγίου που μάθαμε στα σχολεία έχει γίνει και εκεί, ο χορός του Ζαλόγγου έχει χορευτεί και από τις Πόντιες. Βέβαια, και εδώ και εκεί οι Τούρκοι τα κάνανε. Μόνο που αυτά εδώ είναι γραμμένα και τα δικά μας άγραφα. Και όταν λέμε Πόντος, σήμερα, μιλάμε για έναν λαό κοντά τρία εκατομμύρια στην Ελλάδα -- αν βάλουμε και τη διασπορά, μπορεί νά 'μαστε και πέντε. Δεν δικαιούμεθα, λοιπόν, λίγη Ιστορία; Οι περισσότεροι αυτό που ξέρουνε για τους Πόντιους είναι τα ανέκδοτα. Ετσι, λοιπόν, κι εγώ, όταν τραγουδάω για τον άγνωστο στρατιώτη του "Αητένς επαραπέτανεν" ή για "Του ηλ' το κάστρο", τραγουδάω την Ιστορία μου. Γιατί, αλλιώς, έρχεται σιγά σιγά η εξέλιξη που είναι και η αλλοίωση.
Φαντάζομαι ότι αυτές τις σκέψεις δεν τις κάνατε από νέος...
Γ.Α. : Είχα από τότε την αίσθηση ότι είμαι Πόντιος αλλά δεν ήξερα πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Συνεργαζόμενος με την Δόρα Στράτου, από τα λόγια της κατάλαβα ότι αυτή η δουλειά είναι πάρα πολύ σοβαρή, δεν είναι μόνο γλέντι, τραγούδι και χορός.
Το ποντιακό κέντρο διασκέδασης υπήρξε η αναγκαία λύση προκειμένου να συνεχίσετε την καριέρα σας στην Αθήνα όταν πια αποχωρήσατε από τη Στράτου;
Γ.Α. : Την εποχή που ξεκίνησα, γύρω στο 1975, είχαν πάρει την απάνω βόλτα τα νεοποντιακά και δεν με προτιμούσαν ούτε στα κέντρα ούτε στις εκδηλώσεις. Ελεγαν "αυτός είναι μονότονος". Δεν βαριέσαι...Με την πάροδο του χρόνου, δικαιώθηκα. Αργότερα, εγώ ήμουν που είχα δουλειές ενώ αυτοί δεν είχαν. Ο λαός ξέρει να διαλέγει. Μπορεί να ενθουσιάζεται στην αρχή αλλά καταλήγει εκεί που πρέπει. Είναι το καλύτερο φίλτρο. Αμα περάσεις από μέσα, καθάρισες. Γύρω στο 1978, δούλευα για ένα διάστημα συγχρόνως στο θέατρο και στο μαγαζί με τα ποντιακά. Είχα παντρευτεί στο μεταξύ αλλά την οικογένεια δεν την είχα φέρει από το χωριό. Το μαγαζί ήτανε δυό μέρες την εβδομάδα -- και τώρα έτσι είναι. Μπορούσα, λοιπόν, να πηγαίνο-έρχομαι και στο χωριό. Τους έφερα όταν έκλεισα -- μία και μόνο φορά-- στα "Δειλινά", με τον Χάρρυ Κλυνν, τον Μανώλη Μητσιά, τη Λιζέττα Νικολάου και την Αννα Βίσση. Παρουσιάζαμε εκεί τον πυρρίχιο και η Λιζέττα έλεγε ποντιακά.
Πόσα είναι τα ποντιακά μαγαζιά σήμερα;
Γ.Α. : Εδώ, στην Αθήνα, είναι δύο. Φτάσανε, κάποια στιγμή, μέχρι τέσσερα αλλά,...Στη Θεσσαλονίκη, πάλι, είχε δέκα αλλά και εκεί έμειναν μόνο τρία. Εχουν κλείσει γενικά όλα τα κέντρα τα παραδοσιακά, όχι μόνον τα ποντιακά.
Είναι, άραγε, επειδή οι μνήμες λιγοστεύουν και οι άνθρωποι που έχουν μια βιωματική σχέση με αυτά τα πράγματα δεν αποτελούν πλέον εν ενεργεία κοινό;
Γ.Α. : Δεν το πιστεύω αυτό. Εγώ βλέπω τους νέους...Στη σειρά τη δική μου, μπορεί να υπήρχαν το πολύ 50 λυράρηδες σε όλη την Ελλάδα ενώ σήμερα υπάρχουν πάνω από 200. Αρα, δεν λιγόστεψαν αυτοί που ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα. Βγαίνω στη Μακεδονία και συναντάω παιδιά 20 χρονών που παίζουν πολύ καλή λύρα. Εγώ ο ίδιος έχω πάνω από 40 μαθητές σε συνεργασία με διάφορους συλλόγους. Οι σύλλογοι εδώ είναι πάνω από 30. Κάθε πόλη έχει και τον σύλλογό της. Γύρω στους 30 έχουμε και στην Γερμανία. Επομένως, τα κέντρα χαλάσαν γιατί...ήθελαν τα ίδια να χαλάσουν. Σιγά σιγά βάλανε και στα ποντιακά τις σαμπάνιες και τα λουλούδια και άρχισαν να μιμούνται το στυλ γλεντιού του λαϊκού τραγουδιού. Βάλανε και λαϊκές τραγουδίστριες...Μπορεί στην αρχή αυτό να άρεσε, μετά όμως οι Πόντιοι, αυτοί που θέλανε τη λύρα, άρχισαν να φεύγουν.
Με τα σύγχρονα ποντιακά πως τα πήγατε;
Γ.Α. : Το πιο δύσκολο πράγμα για έναν παραδοσιακό μουσικό είναι να...μείνει παραδοσιακός. Ισως αν δεν συνεργαζόμουν με την Δόρα Στράτου και τη Δόμνα Σαμίου -- με την οποία συνεργάζομαι μέχρι σήμερα-- να έφτιαχνα και εγώ τέτοια, "σύγχρωνα" κομμάτια. Ωστόσο, η συνεργασία μου μαζί τους, οι συζητήσεις που κάναμε, με σταμάτησαν. Μου έδωσαν να καταλάβω ότι είναι σαν να γράφεις ψεύτικη Ιστορία : Ακούς μια μουσική τούρκικη, βουλγάρικη, σλάβικη, την παντρεύεις με ποντιακά λόγια και την σερβίρεις δισκογραφικά σαν ποντιακό. Ο πειρασμός υπάρχει. Εγώ, όμως, στους δίσκους ήμουν πάντα αυστηρός με τον εαυτό μου. Εχω γύρω στους 16 δίσκους με παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια και όργανα : λύρα, νταούλι, αγγείον (τσαμπούνα), φλογέρα -- κάποτε και ζουρνά. Στα κέντρα, βέβαια, είναι αλλιώς. Οταν ένα τραγούδι που δεν είναι παραδοσιακό κυκλοφορεί, ο λαός το ακούει, του αρέσει και μετά έρθει ο άλλος και σου κάνει παραγγελιά, είσαι υποχρεωμένος να το παίξεις. Στα κέντρα, λοιπόν, παίξαμε όλα αυτά τα τραγούδια. Τώρα, το αν είναι καλό η όχι που γίνανε, θα το δείξει το μέλλον. Μπορεί κάποια από αυτά να μείνουνε και αργότερα να γίνουν παράδοση.
Η ποντιακή παράδοση πιστεύετε ότι έχει καταγραφεί ολόκληρη στη δισκογραφία; Προσωπικά, γνωρίζω λίγα πράγματα και ακόμη λιγότερα είναι στη διάθεση ενός μέσου ακροατή.
Γ.Α. : Χαθήκανε πολλά. Θαφτήκανε μαζί με τους ανθρώπους. Τότε, το '22, όταν ήρθανε οι Πόντιοι, δεν υπήρχαν άνθρωποι να πάνε να τους βρουν και να καταγράψουνε την μουσική τους. Αλλωστε, και οι ίδιοι είχαν άλλες έννοιες. Αργότερα, οι περισσότεροι είχαν πια πεθάνει. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καταγραφή. Αυτές οι ανώνυμες φωνές που τις έχω στα αφτιά μου δεν υπάρχουνε--ούτε και θα βγει κάποιος νεότερος, γιατί ούτε εγώ ο ίδιος που τις άκουσα δεν έχω αυτό το χρώμα, το καθαρό ποντιακό. Ο μεγαλύτερος λυράρης που πέρασε από την ιστορία μας -- τουλάχιστον από αυτούς που γνώρισα εγώ -- είναι ο Γώγος (Πετρίδης). Ανέβασε πολύ τη λύρα. Αυτόν ακούσαμε οι υπόλοιποι...Ολοι τον μιμηθήκαμε. Προσπαθήσαμε να παίξουμε πάνω στον τρόπο του. Εβαλε τη λύρα σε μια θέση σωστή γιατί οι παλαιότεροι παίζανε λίγο στην τύχη. Ο Γώγος δεν ήξερε μουσική, ήτανε χάρισμα αυτό που είχε και έτσι τά 'βαλε όλα σε μια σειρά. Πρέπει νά 'χει 15 χρόνια που πέθανε, 72 χρονώ. Ξέρεις τι γίνεται με τον δίσκο μέχρι και σήμερα; Ο μόνος τρόπος που μαθαίνουμε αν πάει η όχι καλά είναι αν μας ζητήσει η εταιρεία να κάνουμε και άλλον. Ηχογραφώντας έναν δίσκο, το μόνο κέρδος που έχεις είναι ότι κάνεις "όνομα" . Από χρηματικής πλευράς, δεν αξίζει τον κόπο. Εγώ έχω 16 δίσκους που για να τους κάνω μου το ζήτησαν κάποιες εταιρίες. Και τί έβγαλα; Πάω κάθε έξι μήνες και παίρνω 100, το πολύ 200.000. Κι ύστερα, μόλις περάσουν δυο χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου, τελειώνει και αυτό....
Αλήθεια, πως σας φάνηκε η απόδοση ποντιακών τραγουδιών από τον Στέλιο Καζαντζίδη;
Γ.Α. : Εμένα μου άρεσε που ο Καζαντζίδης είπε ποντιακά. Από κει και πέρα, για να γίνει χρυσός ο δίσκος πάει να πει ότι και ο λαός καλά το πήρε...
Δεν είπε, βέβαια, μόνο παραδοσιακά ποντιακά, ούτε χρησιμοποίησε παραδοσιακές ποντιακές ορχήστρες.
Γ.Α. : Ετσι άρεσε στον Καζαντζίδη, έτσι θέλησε να το κάνει. Εγω ήμουνα στο στούντιο, με καλέσανε να βοηθήσω. Δεν δέχτηκα, όμως, να παίξω με αυτά τα όργανα. Είπα τη γνώμη μου για το πως πρέπει να γίνει ο δίσκος--παραδοσιακός με παραδοσιακά όργανα-- αλλά ο ίδιος ο Καζαντζίδης, ίσως επειδή το αφτί του είναι συνηθισμένο στην ορχήστρα, είπε, "όχι, εγώ θέλω να το κάνω έτσι..." Ητανε και ο Χρύσανθος σε εκείνην την δουλειά, ο οποίος επίσης του έλεγε να τα κάνουμε παραδοσιακά-- ούτε εκείνον άκουσε. Εμένα, βέβαια, μου αρέσανε και έτσι όπως τα έκανε.
Τελικά, σήμερα, μπορεί κανείς να ζήσει καλά παίζοντας λύρα;
Γ.Α. : Εγώ έζησα. Δεν έκανα θαύματα, στο νοίκι κάθομαι, αλλά οπωσδήποτε μια οικογένεια τα φέρνει άνετα βόλτα. Είναι και πόσες δουλειές θα σου βγούνε...Αμα δεν είσαι σε κέντρο, περιμένεις να χτυπήσει το τηλέφωνο να βγει δουλειά. Αμα έχεις όνομα ισχυρό, επιβιώνεις. Αμα δεν έχεις, όμως, δεν μπορείς να ζήσεις. Και για μένα ακόμη μπορεί νά 'ρθει μήνας νά 'χει πολλή δουλειά, μπορεί νά 'ρθει και να μην έχει...
Πέρα από την ενασχόληση σας μαζί της για επαγγελματικούς λόγους, διασκεδάζετε με τη λύρα;
Γ.Α. : Στο τραπέζι, όταν βρεθούνε πέντε-δέκα καλοί μερακλήδες, κάνουν όλοι το κέφι τους, μαζί και ο λυράρης. Εκεί δεν είναι πλέον επάγγελμα. Πίνουμε και γλεντάμε.
Σας συμβαίνει συχνά αυτό;
Γ.Α. : Πολλές φορές. Περισσότερο επάνω, στο χωριό, λιγότερο στην Αθήνα. Εδώ είναι και το διαμέρισμα, ενοχλείς τον διπλανό. Εμείς, άμα κάτσουμε να πιούμε, να παίξουμε λύρα και να τραγουδήσουμε, θα μας πάρει το πρωί. Εδώ, όμως, μπορεί να μας πάρει και το .....εκατό που θα φωνάξει ο άλλος. Ενώ στο χωριό, όσο θέλεις φώναξε...
Εκεί, στο χωριό, εξακολουθεί το "παρακάθι" ;
Γ.Α. : Κάπως έτσι. Αμα αρχίζει να παίζει η λύρα, την κλείνουμε την τηλεόραση. Τελείωσε. Γλεντάμε και πίνουμε. Λέει ο ένας το ένα στιχάκι, λέει ο άλλος το άλλο. Μου αρέσει πολύ αυτό το γλέντι. Οχι ότι έχω τίποτα με την τηλεόραση, έτσι; Χρειάζεται και αυτή, τελευταία όμως μας έχει πάρει τα μυαλά.
Καμιά φορά, αναρωτιέμαι μήπως η αναγωγή της παραδοσιακής μουσικής σε "διατηρητέο μνημείο", σε αντικείμενο μελέτης συλλόγων, μουσείων κλπ. μέτρησε, εν τέλει, αρνητικά στην καθημερινή της χρήση ως μέσου έκφρασης και ψυχαγωγίας των ανθρώπων...
Γ.Α. : Πάντα μια εξέλιξη έχει τα θετικά της και τα αρνητικά της. Είναι αναπόφευκτα όλα αυτά...Πρέπει επιτέλους όλοι μας να ξεκινήσουμε, έστω και τώρα, να δουλεύουμε πιο σοβαρά πάνω στην παράδοση της Ελλάδας. Και "πιο σοβαρά" σημαίνει να μπει μέσα στα σχολεία. Στο κάτω κάτω, δεν πειράζει να μάθει και πέντε χορούς το παιδί. Γυμναστική είναι και αυτό...Να μην περιμένουμε όλα "από στόμα σε στόμα". Κάνει, βέβαια, τη δουλειά της και αυτή η μέθοδος-- και την κάνει καλά, αιώνες τώρα. Ο λαός τα κρατάει όσο μπορεί όλα αυτά. Κατά τα άλλα, όμως, εκεί που το κράτος θά 'πρεπε να συντηρεί τους ανθρώπους οι οποίοι ζωντανεύουν το δημοτικό τραγούδι, μοιάζει να κάνει ό,τι μπορεί να τους φιμώσει. Τι να πω, ρε παιδί μου; Οτι είναι σκοπιμότητα; Να σας πω, για παράδειγμα, κάτι που συμβαίνει τελευταία με αυτό που λένε ότι κάθε επάγγελμα έχει ένα τεκμήριο στην εφορία; Με βάση αυτό, λοιπόν, ένας δημοτικός τραγουδιστής εξομοιώνεται με έναν λαϊκό. Και έρχεται η εφορία και ζητάει, ας πούμε, 4.000.000 από έναν άνθρωπο που έχει χρόνια να δουλέψει σε μαγαζί. Και είναι αρκετοί αυτοί...Για μια εκδήλωση κάπου στην Ελλάδα, εγώ δεν μπορώ να ζητήσω πάνω από 100.000. Βάλε εισητήρια, διαμονή...Και θα σου τύχει μια τέτοια εκδήλωση τη βδομάδα; Αν ζητήσω παραπάνω, την άλλη φορά δεν θα με πάρουν. Εχουμε παραδείγματα μεγάλων τραγουδιστών που ζήτησαν παραπάνω και σταμάτησε το τηλέφωνό τους να χτυπά για χρόνια. Ποιος να τους τα δώσει; Και από που να τα βγάλει ;


Ο Γιώργος Ορφανίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δράμα από Πόντιους γονείς. Ο πατέρας του ,Κώστας,από τα Κομνηνά Ξάνθης, κατάγεται από την Τραπεζούντα ενώ η μητέρα του, Δήμητρα από την Αργυρούπολη Δράμας, κατάγεται από την Αργυρούπολη του Πόντου. Είναι παντρεμένος και πατέρας δυο κοριτσιών.
Καλλιτεχνική Σταδιοδρομία
Ξεκίνησε να ασχολείται με το τραγούδι το 1990 με εμφανίσεις σε διάφορες τοπικές εκδηλώσεις της Δράμας και κατόπιν έρχονται οι πρώτες εμφανίσεις σε ποντιακό κέντρο, στο Χορτοκόπι Καβάλας. Αργότερα ξεκινάει τη συνεργασία του με το ποντιακό κέντρο "Λεμόνα" της Δράμας η οποία διαρκεί έξι χρόνια και σημειώνει τεράστια επιτυχία. Κατα τη διάρκειά της συνεργάζεται με πολλούς Πόντιους καλλιτέχνες.
Η μεγάλη επιτυχία που σημειώνουν οι εμφανίσεις του, τον "αναγκάζουν" να αφήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να συνεχίσει για δυο χειμερινές σαιζόν στο ποντιακό κέντρο "Τρυγώνα" της Αθήνας. Επιστρέφει στη Δράμα και εμφανίζεται στο ποντιακό κέντρο "Μινόρε" της Δράμας.
Δισκογραφία
Εχει ηχογραφήσει έξι προσωπικούς δισκους μεταξι των οποίων και δύο ζωντανές ηχογραφήσεις.


Γεννήθηκε στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης το 1931. Ήταν πιστώς ερμηνευτής των παραδοσιακών μας τραγουδιών του αξέχαστου Πόντου.
Θα τον θυμόμαστε με το τραγούδι του που θα τραγουδιέται πάντα και αιώνια, Η ΜΑΝΑ ΕΝ ΚΡΥΟΝ ΝΕΡΟΝ ΚΑΙ ΣΟ ΠΟΤΗΡ ΚΙ' ΕΜΠΑΙΝ.
Πέθανε στις 18 Απριλίου 2001. 

 Ο Χρήστος Ακριτίδης γεννήθηκε το 1962 στο Μεσόβουνο της Πτολεμαϊδας. Κατάγεται από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του ο Μήτσον Ακριτίδης παίζει λύρα και τραγουδάει και ο θείος του παίζει κλαρίνο. Αν και κατάγεται από μουσική οικογένεια το μουσικό ερέθισμα το πήρε σε ηλικία επτά χρονών από έναν παππού τον Λάμπον με το ντεφ από τα Κομνηνά που τον είδε να παίζει σε έναν γάμο με τον πατέρα του και τον θείο του. Την άλλη μέρα κατασκεύασε ένα ντέφι και άρχισε να παιδεύετε! Σε ηλικία 12 χρονών άρχισε να μαθαίνει ακκορντεόν και δειλά-δειλά με την προτροπή του πατέρα του να τραγουδάει. Στα 16 του αρχίζει να πηγαίνει στους γάμους και τα πανηγύρια της περιοχής του με το συγκρότημα του πατέρα του και του θείου του παίζοντας συνθεσαϊζερ και τραγουδώντας.
Τον Οκτώβριο του 1981 κατατάσσετε στο πολεμικό ναυτικό και τον Ιανουάριο του 1982 γνωρίζεται με τον Μιχάλη Καλιοντζίδη όπου αρχίζει μια συνεργασία δύο χρόνων στο ποντιακό κέντρο «Φάρος» των Αθηνών όπου το πρόγραμμα ηγούνται δυο καλλιτέχνες με βαριά παρακαταθήκη, ο καπετάνιος του ποντιακού τραγουδιού Χρύσανθος, και ο Γιώργος Αμαραντίδης. Το Πάσχα του 1994 κάνει το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό σε μια περιοδεία με τον Χρύσανθο και τον Χρήστο Τσενεκίδη σε αρκετές πόλεις της Γερμανίας. Μέχρι το 1989 παίζει συνθεσάιζερ και τραγουδάει σε αρκετά ποντιακά μαγαζιά και αρκετές συνεργασίες με τελευταία και πάλι στο Φάρο των Αθηνών με τους Γιώργο Δημητριάδη και Θεόδωρο Βεροιώτη.
Από το 1990 αρχίζει μια νέα σταδιοδρομία μόνο με το τραγούδι στους χόρους που ήδη γνωρίζει, ξεκινώντας από το ποντιακό κέντρο «Ο Πόντος» στην Πτολεμαϊδα. Εμφανίζεται σε αρκετές εκδηλώσεις των Ποντιακών συλλόγων του εξωτερικού (Γερμανία, Αμερική, Σουηδία).
Αυτό που θα του μείνει αξέχαστο είναι η συμμετοχή του στο Πανευρωπαϊκό Φεστιβάλ Ποντιακών Σωματείων του 2002 στο Λούντβισχάφεν της Γερμανίας όπου είδε να ξεχύνονται μέσα σε ένα κλειστό στάδιο 1.200 χορευτές με την ποντιακή στολή και ο κάθε σύλλογος να έχει το λυράρη του και το νταουλτζή του. Τον συγκίνησε το γεγονός ότι χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από τον τόπο του αντιμετώπησε τέτοια ζωντάνια.
Οι καλές του συνεργασίες και η πείρα των τόσων χρόνων τον έχουν διδάξει να ξεχωρίζει το καλό ποντιακό τραγούδι. Το συνθεσάιζερ τον βοήθησε να έχει μια καλήτερη αντίληψη των μουσικών θεμάτων. Την αρχική ενασχόληση με το τραγούδι την οφείλει στην παρότρυνση του πατέρα του. Θαυμάζει και τρέφει απεριόριστο σεβασμό στον καπετάνιο του Ποντιακού τραγουδιού ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ. 

  Η διαδρομή μακρινή. Χάνεται στα βάθη των αιώνων! Από τη στεριά την ελληνική, στα νησιά, στην παραλία της Μικρασίας, στη Σινώπη, της Τραπεζούντα, την Αργυρούπολη (Κιμισχανά) από εκεί στο Καρς και τα χωριά "τη ...Κιόλας". διαρκείς ξεριζωμοί και μεταναστεύσεις. Ορόσημο ο μεγάλος ξεριζωμός του 1920-1922.
Τότε που ο ....Πυλολώρς εδιέταξεν, γοσέψτεν τ' αραπάδες, ες κι έρχουντανε οι Τουρκάντ να σπάζνε τη νυφάδες. Επιστροφή στην μητροπολιτική Ελλάδα. Αγώνες με νύχια και με δόντια για επιβίωση και προσαρμογή στα νέα δεδόμενα. Η ψυχή και ο νούς διαδρομές της καρδιάς και του λογισμού. Η μισή προς την ανατολή, στις αλησμόνητες πατρίδες, και η άλλη μισή ταυτόχρονα, στο νέο τόπο. Πρόσφυγες στη μητέρα πατρίδα των προγόνων τους, στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα που δεν τους χωρούσε όλους. Ενας ακόμα ξεριζωμός, μια ακόμη προσφυγιά στα "πολιτισμένα" μέρη. Γερμανία, Σουηδία, Ελβετία...Αλλαξαν πολλά στο μεταξύ σ' αυτόν τον κόσμο...Μέσα σ' όλα αυτά άλλαξαν και αρκετές από τις αξίες και τα ιδανικά των ανθρώπων του πλανήτη. Αλλαξαν και οι έννοιες των λέξεων. Σε μερικές περιπτώσεις άλλαξαν κι αυτές τις ίδιες τις λέξεις. Είσαι λάθος, θα μου πουν! Η ξενητειά της Γερμανίας, της Αυστραλίας, της Σουηδίας, είναι μια απλή μετανάστευση, που την επιλέγει ο καθείς, χωρίς να του επιβάλλεται...Ναι! Λες και για ταξίδι αναψυχής και ξεκούρασης έφυγαν για τα κάτεργα και τις υπόγειες στοές οι...μετανάστες.
Παρ' όλα αυτά, οι απόγονοι των ακριτών του Πόντου ούτε που το διανοήθηκαν ποτέ να σπάσουν την αλυσίδα της ιστορίας, της παράδοσης των αιώνων. Μετέφεραν, κρατώντας σφιχτά στα φυλοκάρδια, στην ψυχή, στα χέρια και στις βαλίτσες τους, τη νοσταλγία, την ιστορία, τις παραδόσεις, τη μουσική, τα τραγούδια και τη διάλεκτο. Για διασφάλιση όλων αυτών, μέσα στη βαλίτσα τους, έκρυβαν και μια λύρα. Τρεις χιλιάδες χρόνια παράδοση, καταγραμμένη πάνω σε τρεις χορδές.
Απειρες οι αποδείξεις για τα παραπάνω. απειρες οι μικρές ιστορίες της κάθε προσφυγικής οικογένειας. Ετσι που όλες μαζί, συνθέτουν το πάζλ που απεικονίζει ανάγλυφα και περίτρανα ότι αυτή η ράτσα η ελληνική δεν "απογαλακτίζεται" εύκολα.
Μια τέτοια μικρή ιστορία είναι κι αυτή της προγονικής καταγωγής του Τάκη Αλαματίδη.
Τον συναντήσαμε στη Δράμα, σ' ένα ταξίδι αστραπή που έκανε από τη Γερμανία για τις ανάγκες της δισκογράφησης της τρίτης δουλειάς του που μάλιστα έγινε με τη συνεργασία του Νίκου και Πάνου Γεωργιάδη.
Πολλές φορές το έχω πει από το ραδιόφωνο και το έχω γράψει. Ο καλλιτέχνης και δεί ο της παραδοσιακής μας μουσικής, πρέπει να κρίνεται (επιβάλλεται να κρίνεται) όχι μόνο από την φωνή του, αλλά στον ίδιο και από το χαρακτήρα και τη συμπεριφωρά του. Και γιατί, βέβαια είναι δημόσιο πρόσωπο και ψυχαγωγεί (αγωγή ψυχής), αλλά και γιατί υπηρετεί (παράλληλα με το επάγγελμα που κάνει) την διατήρηση, διάδοση, προβολή, μιας παράδοσης αιώνων που την κατέγραψαν στο διάβα τους, εκατομμύρια ανθρώπων της ράτσας του.
Ο Τάκης Αλαματίδης και από φωνή, και από κατατομή, αλλά και από χαρακτήρα και συμπεριφορά είναι αντάξιος όλων αυτών των προδιαγραφών που τίθενται.
-Γεννήθηκα το 1958 στη Μεγάλη Στέρνα του Κιλκίς, μας λέει και συνεχίζει: Σίγουρα θα αναρωτιέσαι για την προγονική μου καταγωγή!
-Οχι μόνο εγώ, αλλά φαντάζομαι και οι αναγνώστες.
-Οι γονείς μου κατάγονται από τα χωριά του Κιόλας του Καρς. Και για να ακριβολογώ, ο πατέρας μου ήρθε προσφυγόπουλο το 1920 από το Κιασάρ του Καρς, ενώ η μητέρα μου γεννήθηκε εδώ στη Μεγάλη Στέρνα, έχωντας προγονική καταγωγή το χωριό Βερκενίς της περιοχής Κιόλα του Καρς.
Κοινή προγονική καταγωγή ερωτούντος και συντευξιαζόμενου. Είναι αλήθεια ότι αυτό πρώτη φορά μου συμβαίνει και βεβαίως, γιατί να το κρύψω, με ενθουσιάζει και με κάνει να νοιώθω πολύ πιο οίκεια και ζεστά!
-Αντε στην υγειά μας...αντιτείνεται ο Τάκης και ...τσουγκρίζουμε τα ποτήρια.
-Ο Καρσλής λοιπόν, χορεύοντας Τας, κρατώντας στο άλλο χέρι το μικρόφωνο και τραγουδά για όλο τον Πόντο...το μακρύν τη Ματσούκας, το Διπάτ τη Τραπεζούντας, τη Κρώμνης, τη Κιμισχανάς...
-Ναι...εκστασιάζομαι σε κάθε τέτοια υπέροχη, επουράνια θα έλεγα, μελωδία και ρυθμό, κάθε φορά που τραγουδώ! Δεν ξεχωρίζω λιγότερο ή περισσότερο τη μουσική των προγόνων μου. Αλλωστε δεν θεωρώ τον εαυτό μου ψυχρό επαγγελματία καλλιτέχνη. Δεν μπορώ να νοιώσω έτσι. Για να το θέσω πιο απλά. Μη με ρωτήσεις αν είμαι τραγουδιστής με την επαγγελματική έννοια που έχει προσλάβει ο όρος σήμερα. Θα σου πω ότι είμαι διασκεδαστής. Τραγουδώ πρώτα για να διασκεδάσω εγώ και μαζί μου οι άλλοι.
Το νοιώθω πραγματικά φίλοι αναγνώστες ότι ο Τάκης Αλαματίδης την ώρα που τα λέει όλα αυτά δεν κάνει θέατρο...Ετσι αισθάνεται. Κι αυτό γιατί, πολλές φορές λειτουργεί αυθόρμητα, θέτοντας στο περιθώριο κάποια άλλα στοιχεία, που ένας επαγγελματίας θα πρόσεχε ίσως, πριν από όλα τ' άλλα. Αλλά...είπαμε...ο λαϊκός καλλιτέχνης δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται ή και...το αντίστροφο βέβαια.
-Ξενητεμένο αηδόνι, λοιπόν ο Τάκης Αλαματίδης, εργάζεται και τραγουδά συγχρόνως στη Γερμανία. Θα ήθελα να μας πεις δυο λόγια.
-Κατ' αρχήν φίλε Μάκη, αποδέχονται βεβαίως το ... ξενητεμένο. Οσο για το αηδόνι..αυτό είναι θέμα κόσμου να κρίνει και να προσδιορίζει ... σε καμία περίπτωση πάντως εγώ δεν αποδέχομαι αυτόν τον όρο. Στη Γερμανία εργάζομαι εδώ και 11 χρόνια στο Shorntorf στην περιοχή της Στουτγκάρδης.
Τραγουδώ εδώ και 20 χρόνια , "επαγγελματικά" αν και για μένα δεν είναι σωστός ο όρος. Ενώ θα πρέπει να πω, ότι πέραν όλων των άλλων, οφείλω πολλά και στη σύζηγό μου την Μερόπη Κοτανίδου (πατρικό) για τη στήριξη και ανοχή της, η οποία κατάγεται από το Χωρύγι του Κιλκίς, με προγονική καταγωγή και αυτή ένα από τα χωριά "τη Κιόλας" του Καρς, το χωριό Ντορτ Κιλησέ. Είμαι παντρεμμένος εδώ και δεκατέσσερα χρόνια και έχω δύο παιδιά. Τον Νίκο 14 χρόνων και την Κική 11 χρόνων.
-Να έρθουμε τώρα στις δισκογραφικές δουλειές . Η ...πριν και από αυτές πες μας ποιοι ήταν αυτοί που σε βοήθησαν να κάνεις το πρώτο άλμα.
-Ναι...οφείλω να πω και παράλληλα να ευχαριστήσω τον Σάββα Λαζαρίδη, με τον οποίο γνωρίστηκα στη Γερμανία το 1995 όπου έγινε και ο πρώτος δίσκος. Τόσο ο Σάββας, όσο και ο πατέρας του ο Πέτρος ήταν για μένα πολύτιμοι φίλοι, δάσκαλοι, βοηθοί.
Στη συνέχεια, το 1997 στον ποντιακό σύλλογο Shorntorf στην περιοχή της Στουτγκάρδης, γνώρισα τον νεαρό λυράρη Μπάμπη Κοχλιαρίδη. Στο σύλλογο αυτό έμελε να γίνω μέλος και μάλιστα το 1998 να ενταχθούν και τα παιδιά μου εκεί και να μάθουν τους λεβέντικους ποντιακούς μας χορούς. Γνωρίζοντας τον Μπάμπη Κοχλιαρίδη διέκρινα ότι ο νεαρός διέθετε σπουδαίο ταλέντο, εξαίρετο χαρακτήρα και έτσι συνεργάστηκα μαζί του. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να οργώσουμε στην κυριολεξία ολόκληρη τη Γερμανία, όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ιδιαίτερα όμως μου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στο μυαλό το ταξίδι μας το 1999 στη Σουηδία. Περάσαμε τέσσερις αξέχαστες μέρες, νοιώθοντας ότι μάλλον δεν βρισκόμαστε στη Σουηδία, αλλά στην Ελλάδα.
Αποκορύφωμα αυτής της συνεργασίας ήταν η δισκγραφική μας δουλειά το 1998 με τον τίτλο "ΚΙΛΚΙΣ ΝΤΟ ΟΝΟΜΑΝ ΓΛΥΚΙΝ". Με τον Μπάμπη τον Κοχλιαρίδη συνεχίζουμε τη συνεργασία και σήμερα, παίζοντας σε εκδηλώσεις -βραδιές συλλόγων, αλλά και κοινωνικές (γάμους κλπ).
Θα μου επιτρέψεις Μάκη, γιατί το θεωρώ υποχρέωση - αλλά και τιμή μου, να αναφέρω ότι το 1999, συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του '99 μου δόθηκε η ευκαιρία να τραγουδήσω με τον μεγάλο κατ' εμέ λυράρη (από τους νέους) Παναγιώτη Κογκαλίδη. Αυτό έγινε στη Γερμανία, στα πλαίσια της γιορτής και των εκδηλώσεων του συλλόγου μας για τα 10 χρόνια από την ίδρυσή του.
-Μάλιστα! Αντε στην υγειά του Παναγιώτη, λοιπόν που είναι και δικός μου πολύ καλός φίλος, (του αντιτείνω εγώ) και τσουγκρίζουμε για δεύτερη φορά. Πάμε τώρα στη τελευταία σου δισκογραφική δουλειά.
-Ναι...είναι υπό εκκόλαψη και θα κυκλοφορήσει σύντομα (Ηταν Φεβρουάριος 2001).
Η δισκογραφική αυτή δουλειά πιστεύω πως θα γίνει ευχάριστα αποδεκτή από το κοινό, γιατί είναι πραγματικά καλή δουλειά, παραδοσιακής βάσης. Και θα 'λεγα και μια κατάθεση ψυχής. Θα πρέπει να αναφέρω όμως ότι αφορμή και αιτία στάθηκε ο Νίκος (Κόλιας) Γεωργιάδης από την Αργυρούπολη της Δράμας, τον οποίο γνώρισα το καλοκαίρι που μας πέρασε. Βέβαια τον πατέρα του Νίκου τον πρεσβύτερο Πάνο Γεωργιάδη (γιατί υπάρχει και ο εγγονός Πάνος), τον είχα γνωρίσει πριν 10 χρόνια στη Γερμανία όπου και εργαζόταν. Ετσι λοιπόν η συνάντησή μας με τον Νίκο (Κόλια) επέφερε πολύ σύντομα και τη συνεργασία στην 3η μου κατά σειρά δισκογραφική δουλειά, με τον γυιό του, τον νεότερο δηλαδή Πάνο Γεωργιάδη που παίζει λύρα. Ευχαριστώ και τον πατέρα και τον γυιό. Τον πατέρα Κόλια γιατί μου εμπιστεύτηκε τα ομολογουμένως πολύ όμορφα τραγούδια του. Τον δε Πάνο για την καταπληκτική απόδοση στη λύρα, αλλά και στη συνοδεία στο τραγούδι σε ορισμένα δίστιχα.
Πιστεύω πως ο Πάνος έχει μέλλον, όπως και πολλοί νέοι λυράρηδες. Εχει τον αέρα, την τρομερή άνεση του παταριού, όπως λέμε, εμείς οι καλλιτέχνες και επίσης το στοιχείο εκείνο που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι, παρ' όλο που θα παίξεις για πρώτη φορά μαζί του, είναι σαν να συνεργάζεσαι χρόνια ολόκληρα.
-Αλήθεια, Τάκη, μου είπες λίγο πριν ότι τραγουδάς εδώ και 20 χρόνια. Ομως πιστεύω να θυμάσαι το πρώτο σου βάπτισμα απέναντι στο κοινό. Είναι σίγουρα ένα μεταίχμιο...μια δοκιμασία.. που ή την εγκρίνει ο ίδιος σου ο εαυτός ή αυτοαπορρίπτεσαι.
-(Γελάει). Ναι έτσι ακριβώς είναι. Ααα! Θυμάμαι ήμουν 22 χρονών τότε . Σε Γάμο, με λυράρη του Τάσο τον Κεμανίδη. Από τότε ... ίσα με τώρα τραγούδησα... (σκέφτεται λίγο).. και που δεν τραγούδησα...Τι μουχαμπέτια, τι γλέντια, τι βραδιές. Και βέβαια ήταν αρκετές οι φορές που είχα την τύχη να με συνοδεύσουν και πολλοί καταξιωμένοι καλλιτέχνες. Ενδεικτικά και μόνον αναφέρω - χωρίς παρεξήγηση - τον γυιό του Γώγου, Κωστάκη Πετρίδη, τον Παναγιώτη Ασλανίδη, τον Νίκο Ιωαννίδη, τον Γιάννη Τσανάκαλη, τον Παυλάκη Δραμινό, Γιωργούλη Σασκαλίδη, Λάμπη Τιλκερίδη (τρομερό λυράρη), τον Δημήτρη Πιπερίδη, και πολλούς άλλους...αα! και βεβαίως ως Καρσλής τραγούδησα και με τον Μίτκα Ιακωβίδη στο κλαρίνο και τον αείμνηστο Γιωργούλη Παπαδόπουλο.
Τις στιγμές που καταγράφονταν αυτή η συνέντευξη, ο τελευταίος (τρίτος) δίσκος του Τάκη Αλαματίδη βρισκόταν στη διαδικασία της επεξεργασίας για κυκλοφορία. Σήμερα, τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, έχει κυκλοφορήσει με τον γενικό τίτλο: "Ο ΠΟΝΤΟΝ ΑΣΟ ΝΟΥΜ ΚΙ ΕΒΓΑΙΝ". Και τολμώ να πω φίλοι αναγνώστες ότι αξίζει να ακουστεί σε κάθε ποντιακό σπίτι και να κοσμεί την δισκογραφική σας "βιβλιοθήκη".
Ο Τάκης Αλαματίδης είναι ένας Καλλιτέχνης που συνδυάζει περίφημα δύναμη και συναίσθημα στη φωνή. Ανθρωπιά και αγάπη προς την παράδοση στην ψυχή. Δεν χωράει δε καμιά αμφιβολία ότι ο γενικός τίτλος της τελευταίας του δισκογραφικής δουλειάς τον εκπροσωπεί από κάθε άποψη. Γιατί πράγματι όσοι τον γνώρισαν από κοντά θα το πιστοποιήσουν, αλλά και θα σιγοτραγουδήσουν μαζί του:
Ο ΠΟΝΤΟΝ ΑΣΟ ΝΟΥΜ ΚΙ ΕΒΓΑΙΝ...


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου