Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

προγραμμα και αρχειο για τηλεοραση



Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Ηθη και Εθιμα


             

                                                   Σουμάδεμαν  (Αρραβώνας)

Αρραβώνας

Οι γονείς του παιδιού, οι οποίοι ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι για την εξεύρεση νύφης, αφού έδιναν το λόγο, όριζαν την ημέρα των αρραβώνων , που συνήθως ήταν Σάββατο. Ο «πρώτος» αρραβώνας, η απλή υπόσχεση γάμου, κατά την οποία γινόταν η ανταλλαγή δαχτυλιδιών λεγόταν πρωτοβάλεμαν . Λίγες μέρες μετά την καταφατική απάντηση του πατέρα της νέας, ο πατέρας του νέου με συγγενείς και φίλους και με τη συνοδεία μουσικών οργάνων πήγαιναν στο σπίτι της νέας για τον αρραβώνα.
Απαραίτητη ήταν η παρουσία του παπά για την αλλαγή των δαχτυλιδιών « χωρίς παπάν σουμάδ' κι έτον ». Τα δαχτυλίδια ήταν πάντα χρυσά. Αυτός που τα άλλαζε ήταν υποχρεωμένος και να τους στεφανώσει. Τα δώρα που έκαναν στην υποψήφια νύφη ήταν φλουριά, δαχτυλίδι, σταυρός, χρήματα κ.α.
Μετά την τελετή ακολουθούσε το φαγοπότι. Συνηθιζόταν εκείνη την ημέρα να προσφέρεται σουμαδοψώμι (παρασκευαζόμενο ψωμί για τα σουμάδα) από τους γονείς του νέου στους συγγενείς της νέας.
Οι αρραβώνες σπάνια διαλύονταν. Σε περιπτώσεις διάλυσης έλεγαν «Έκλωσαν τη σουμάδα» και επέστρεφαν τα δώρα. Ήταν πάρα πολύ ατιμωτικό και ο νέος έπρεπε να ξενιτευτεί αφού πλέον δεν τον σήκωνε το κλίμα του χωριού.

Γάμος

Στους Έλληνες του Πόντου πιο διαδεδομένος ήταν ο όρος « χαρά », που υπογράμμιζε το χαρμόσυνο τούτο γεγονός των ανθρώπων. Η ιεροτελεστία του ποντιακού γάμου, η ιερότητα του συζυγικού δεσμού, η λαϊκή αντίληψη και πίστη στο ηθικό και κοινωνικό του περιεχόμενο εναρμονίζονται πλήρως με το ουσιαστικό περιεχόμενο του ορισμού του γάμου, που έδωσε ο Ερ. Μοδεστίνος: «Γάμος εστίν ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία.»
Οι Πόντιοι πάντρευαν τα παιδιά τους πολύ νωρίς, συνήθως, 20-23 χρόνων τα αγόρια και σε μικρότερη ηλικία τα κορίτσια. Αν το κορίτσι περνούσε το εικοστό έτος συνήθιζαν να τη λένε γεροντοκόρη. Πολλές φορές οι γονείς « λογόδοναν » την κόρη τους όταν αυτή έπαιζε με τα παιδάκια της γειτονιάς. Την τύχη της κοπέλας όριζε ο δυναμικός πατέρας αφού η συγκατάνευσή της στο γάμο ήταν περιττή. Ούτε όμως και ο νέος μπορούσε να έχει τη δική του γνώμη για τη μελλοντική του σύζυγο. Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος απαράβατος. Η ψυχολογική βία δημιουργούσε ψυχολογική αντιβία, η οποία μην μπορώντας αλλιώς να αντιδράσει, γινόταν διαλάλημα της μούσας και ταυτόχρονα μήνυμα προς τον ιερέα:
Η ψύ' την ψυν όντας κι ‘θελ
Ποπά ντο στεφανώνεις ;
Δυο μαχαίρα δίστομα
Ε συ φερτς κι ανταμώνεις !
Όταν οι δυο ψυχές δεν αγαπιούνται,
Παπά πώς στεφανώνεις ;
Μαχαίρια δυο δίστομα,
Φέρνεις κι ανταμώνεις!
Η συγκατάθεση των γονιών για το γάμο της κόρης τους λεγόταν «λογόπαρμαν». Η πρώτη συμφωνία για την ημέρα του γάμου γινόταν στα «τελειώματα», στο «ψαλάφεμαν». Αλλά όταν πλησίαζε ο καιρός του γάμου πήγαιναν 7-8 μέρες πριν από τη στέψη, το βράδυ συνήθως, οι στενοί συγγενείς του νέου, στο σπίτι της κόρης και έπαιρναν το λόγο, δηλαδή την τελευταία διαβεβαίωση. Έλεγαν: «Εμείς λέγομε σα οχτώ απάν να εφτάμε το γάμον. Ντο λέτε κι εσείς;». Όταν συμφωνούσαν για την ημερομηνία, γινόταν το κέρασμα της νύφης, ομελέτα ή «τζαμούρ» με μπόλικο βούτυρο. Τότε μάλιστα κλείδωναν κι ένα λουκέτο και το έβαζαν στην τσέπη του γαμπρού. Θα το ξεκλείδωνε όταν πήγαινε να σμίξει με τη νύφη, στη νυφική παστάδα το βράδυ της Δευτέρας.
Στον Πόντο δεν υπήρχε ο αναχρονιστικός θεσμός της προίκας. Η νύφη έκανε δώρα μόνο στο γαμπρό, στα καινούρια γονικά και στους κοντινούς συγγενείς. Παρόλα αυτά συνηθιζόταν να μεταφέρουν τα πράγματα (προίκα) της νύφης πάνω σε κάρο, συνοδευόμενο από λυράρη που έπαιζε τραγούδια του γάμου, προσκαλώντας τον κόσμο (λάλεμα) στη «χαρά».
Επίδειξη προίκας, Καλλίφυτος Δράμας
Από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή δυο παλικάρια με λύρες, με ένα μπουκάλι ούζο και ένα ποτήρι ή με κεριά έβγαιναν και καλούσαν όλο το χωριό στο γάμο.
Πέρα από τα προπαρασκευαστικά στάδια της τελευταίας εβδομάδας πριν από την Κυριακή του γάμου, η βασική διαδικασία του αρχίζει το Σάββατο το βράδυ, με τα δυο αντίστοιχα γλέντια στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης.
Ξημερώνει η Κυριακή. Λίγο πριν ή μετά την απόλυση της εκκλησίας, ο κουμπάρος και η παρέα του, κεφάτοι, τραγουδώντας έρχονται στο σπίτι του γαμπρού. Μετά από φιλοφρονήσεις και ανταλλαγές ευχών με τους συγγενείς, αρχίζουν να ξυρίζουν το γαμπρό. Έπαιρνε η μητέρα του γαμπρού μια πετσέτα, τον σταύρωνε και την έριχνε στον ώμο του κουρέα. Έβαζαν ένα ταψί, ο γαμπρός πατούσε μέσα στο ταψί και ο κουρέας τον ξύριζε. Άντρες και γυναίκες με σταυρωτά άσπρα μαντήλια χόρευαν μπροστά του και έριχναν χρήματα σε μια πιατέλα. Ο λυράρης έπαιζε και τραγουδούσε:
Ρασχία ντο συρίζεται, ποτάμε ντο βογάτε,
Α έρτε το μικρόν τ' αρνί και απ' εσάς φογάτε.
Ομάτε και ματόφρυδα και μάτε άμον ελαίας
Ερούξα και αραέβατα σι πούλι τα φωλέας.
Η γαμήλια πομπή μετά τις ευχές των γονέων είναι παραταγμένη.Την αποτελούσε μια ομάδα οπλισμένων από 20-30 παλικάρια με έναν αρχηγό, που βάδιζε σε αρκετή απόσταση από την πομπή. Κατά διαστήματα τα παλικάρια πυροβολούσαν ομαδικά με εντολή του αρχηγού. Αυτά τα ομαδικά πυρά λέγονταν τονανμάδες και τόνιζαν τη μεγαλοπρέπεια και τον πανηγυρικό χαρακτήρα της τελετής. Τους οπλισμένους ακολουθούσαν οι ηλικιωμένοι πάνω στα άλογα, ο γαμπρός πάνω σε κόκκινο ή άσπρο άλογο, έχοντας ως οδηγό του τον κουμπάρο. Ο γαμπρός περιστοιχιζόταν από συγγενείς, φίλους και τις παρανυφάδες, οι οποίες ήταν νιόπαντρες και φορούσαν τα « νεγαμ'κα » τους, δηλαδή τη νυφική τους στολή. Στο τέλος ακολουθούσε η υπόλοιπη πομπή που λεγόταν « οψίκ ». Κατά τη διαδρομή, η πομπή σταματούσε σε διάφορα σημεία, όπως σε σταυροδρόμια, σε ρεματιές, σε γεφύρια και ο γαμπρός έβγαζε από το ζωνάρι του το τρίγων και το πετούσε σαν ξόρκι για την εξουδετέρωση των κακών πνευμάτων.
Γαμήλια πομπή, αναβίωση του εθίμου
Όταν έφτανε η πομπή σε σημείο από όπου φαινόταν πια το χωριό της νύφης, ο επικεφαλής των οπλοφόρων, ο τονανμά μπασί, έδινε το σύνθημα του πυροβολισμού. Επακολουθούσε σωστό πανδαιμόνιο από τους εκκωφαντικούς κρότους των πυροβολισμών και τα σύννεφα του καπνού του μπαρουτιού από τους πυροβολισμούς. Στον Όφη, δικαιούνταν να πυροβολούν μόνο από την πλευρά του γαμπρού. Αν γινόταν παράβαση του κανονισμού από την πλευρά της νύφης, το πράγμα έπαιρνε δυσάρεστες διαστάσεις με απρόβλεπτα επακόλουθα, γιατί μια τέτοια πράξη θεωρούνταν μεγάλη προσβολή και βαριά βρισιά για το γαμπρό.
Έξω από το σπίτι της νύφης οι συμπέθεροι, οι συγγενείς και όλοι οι καλεσμένοι, γειτόνοι και φίλοι υποδέχονται εγκάρδια το γαμπρό, τους γονείς και όλη τη συνοδεία τους. Ανταλλάσσονται ευχές, φιλιά, κεράσματα και άλλα.
Κατά την ποντιακή συνήθεια, ο γαμπρός έπρεπε να σχίσει ένα χοντρό κούτσουρο για να αποδείξει ότι είναι σε θέση να αναλάβει τα οικογενειακά βάρη, δηλαδή τα έξοδα της οικογένειας. Το σχίσιμο αυτό του κούτσουρου γινόταν με τσεκούρι μέσα στην αυλή του πεθερού, μπροστά στα μάτια των γειτόνων, οι οποίοι τον επευφημούσαν.
Η νύφη στολισμένη με γραφικά νυφάτικα και με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο περιμένει την έξοδο από το πατρικό της. Η μητέρα της έφερνε μια πίτα μέσα σ'ένα σεντόνι, η νύφη την έσπαγε πάνω απ' το κεφάλι της και η μητέρα της τη μοίραζε στους καλεσμένους. Όταν η νύφη αναχωρούσε από το πατρικό της σπίτι, παρ' όλες τις συγκλονιστικές στιγμές του αποχωρισμού, οι συμβουλές των δικών της και ιδίως της μάνας της, προς αυτήν ήταν πολύ σκληρές: « Εσύ ατώρα θα γίνεσαι άλλο οσπίτ'. Εμάς να ανασπάλτς και να αγαπάς τον άντρα σ' και τα πεθερκά σ' ». Μια τέτοια συμβουλή της μάνας, που ασφαλώς έκρυβε το βαθύ πόνο του αποχωρισμού, υπογράμμιζε το καθήκον της νύφης να συμβάλλει στη θεμελίωση του καινούριου σπιτικού με τρόπο αυστηρό.
Όταν ξεπροβόδιζαν τη νύφη συνήθιζαν να τραγουδούν:
Σημέρον μαύρος ουρανός,
Σήμερον μαύρ'ημέρα
Σημέρον θα χωρίουνταν
Μάνα και θυγατέρα.
Οσήμερον το κορασον
Δυο καρδόπα έχει
Τ'ένα αφήνει σοι κυρου
Και τ' άλλο παιρ' και πάγει
Οσήμερον το κορασον
Δυο πορτόπ' ανοίγει
Άφσον, κόρη, τη μάναν σου
Και ποίσον άλλεν μάναν.
Άφσον, κόρη, τον κύρη σου
Και ποίσον άλλον κύρην.
Άφσον, κόρη, τ' αδελφά σου,
Και ποίσον άλλα αδέλφα.
Τίμα, κόρη, την πεθερά σ'
Να είσαι τιμημέντσα
Τίμα, κόρη, την πεθερά σ'
Να είσαι αγαπεμέντσα.
Με λαμπρότητα και γραφικότητα, κάτω από τους ήχους των μουσικών οργάνων και των τραγουδιών, η γαμήλια πομπή ξεκινάει από το σπίτι της νύφης και φτάνει στην εκκλησία.
Πριν από τη στέψη, ο ιερέας απευθύνει στο γαμπρό το ερώτημα: « Αγαπάς ατέν ;» και προς τη νύφη « Αγαπάς ατόν ;» Με την καταφατική τους απάντηση προχωράει στη στέψη.
Αφού τελειώσει η τελετή της στέψης, η γαμήλια πομπή προχωράει προς το σπίτι του γαμπρού.
Μετά τη στέψη, μπροστά πηγαίνουν γαμπρός και νύφη ενώ τους συνοδεύει τιμητικά ο κουμπάρος. Οι συγγενείς της νύφης παρεμβάλλουν στην πορεία τούτη διάφορα εμπόδια, για να τη δυσκολέψουν. Θέλουν να δείξουν πως δίνουν στο γαμπρό πολύτιμο στοιχείο ζωής (τη νύφη) και επομένως πρέπει να αναλογισθεί τις ευθύνες του. Γονείς και στενοί συγγενείς του γαμπρού περιμένουν να υποδεχτούν τους νιόπαντρους, τον αητέν και την περιστέραν , τους συγγενείς, φίλους και όλους τους καλεσμένους. Στην πόρτα περιμένει η μάνα του γαμπρού με κουφέτα ή ρύζι για να ράνει τους νιόπαντρους. Τοποθετεί ένα πιάτο πάνω στο κατώφλι. Η νύφη σπάει το πιάτο με το πόδι της και ο κόσμος χειροκροτεί και φωνάζει « άξια ».
Μετά την είσοδο του γαμπρού, της νύφης και των άλλων καλεσμένων οδηγούν πρώτα το γαμπρό, τη νύφη, τον κουμπάρο και τους συμπεθέρους στο τραπέζι.
Έπειτα ακολουθούσε το θήμιγμαν . Επτά πρωτοστέφανα ζευγάρια (στη Σάντα ήταν 9 ή 11) και ένα επιπλέον άτομο( το τεκ ) συγκροτούσαν έναν κυκλικό χορό. Κάθε ζευγάρι κρατούσε από μια αναμμένη λαμπάδα. Παρών ήταν και ο παπάς με το πετραχήλι του, κρατώντας λαμπάδα και θυμιατό ψάλλοντας δίστιχα για να το επαναλάβουν μετά και οι άλλοι:
Αρχήν όταν ευλόγησεν
Κύριος ο Θεός μας
Τον πρώτον γάμον τίμιον
Τον εν Κανά τη πόλει
Βάνει ο νους μου να πω
Δια τους νεονύμφους
Αυτόν πρώτον και άξιον
Και τίμιον το γάμον.
Στα περισσότερα μέρη τραγουδούσαν για το θήμισμαν τα παρακάτω δίστιχα:
Εφτά ζευγάρια και το τεκ
Κρατούνε τα λαμπάδας
Κι η νύφε εσέβεν'ς σο χορόν
Με τοι παρανυφάδας.
Έπειτα έμπαινε στο χορό και ο υπόλοιπος κόσμος και το γλέντι συνεχιζόταν.
Μετά το γλέντι ακολουθούσε το νυφείον . Η νύφη παρέμενε εκεί αρκετή ώρα και στο διάστημα αυτό την επισκέπτονταν διάφορα άτομα, ακόμη και παιδιά. Στο νυφείον έφερναν και κάθιζαν στα γόνατα της νύφης ένα αγόρι δίνοντας της την ευχή να είναι αγόρι το πρώτο παιδί που θα κάνει και ο γαμπρός του έδινε χρήματα.
Το πρωί της Τρίτης η νύφη έπαιρνε ένα γκιούμι νερό, μια λεκάνη και πετσέτες και πήγαινε με μια κοπέλα (φίλη, κουνιάδα) να πλείνει τα πόδια των συγγενών. Άμα τους έπλενε τα πόδια τους φορούσε κάλτσες και τους έκανε δώρα. Έτσι τέλειωνε ο ποντιακός γάμος που κρατούσε τρεις μέρες και δυο νύχτες.

Βάφτιση

Το πρώτο παιδί της οικογένειας το βάφτιζε ο κουμπάρος. Αυτός δηλαδή που είχε στεφανώσει τους γονείς του παιδιού. Τα μωρά συνήθως τα βάφτιζαν μόλις συμπλήρωναν 40 ημέρες από τη γέννησή τους, Όμως σε περιπτώσεις που τα μωρά ήταν άρρωστα και κινδύνευαν να πεθάνουν τα βάφτιζαν πολύ νωρίτερα, ακόμη και αμέσως μετά τη γέννησή τους και ανάδοχος γινόταν οποιαδήποτε παρευρισκόμενος.
Τα άλλα παιδιά της οικογένειας τα βάφτιζαν άλλοι κατόπιν απόφασης από τους πρεσβύτερους της οικογένειας του παιδιού. Συνήθως αναλάμβαναν να γίνουν ανάδοχοι των παιδιών άτεκνοι οι οποίοι δεν είχαν δικά τους παιδιά ώστε να αποκτήσουν και αυτοί.
Τα αγόρια είχαν δεξάμενο και τα κορίτσια δεξαμέντζαν . Τα δίδυμα βαπτίζονταν από διαφορετικούς δεξάμενους του δικού τους φύλου.
Ο κουμπάρος πήγαινε στην εκκλησία κουβάδες με νερό για την κολυμπήθρα. Έπειτα κάποιος από τους συγγενής έφερνε το μωρό και το έπαιρνε ο ανάδοχος αφού πρώτα του έδινε λεφτά. Μετά το τέλος της βάφτισης η μητέρα για να πάρει το παιδί γονάτιζε τρεις φορές μπροστά στον νονό και του φιλούσε το χέρι. Ο νονός παρέδιδε στην μητέρα το μωρό λέγοντας : «Σου παραδίνω το βαφτιστικό μου να το προσέξεις σαν τα μάτια σου και απ’ τη φωτιά και απ’ όλα τα κακά».
Αργότερα όλοι οι προσκεκλημένοι πήγαιναν στο σπίτι των γονιών. Καθ’ οδόν π ιερέας έψελνε το σχετικό τροπάριο. Στο σπίτι υπήρχε στρωμένο τραπέζι και ξεκινούσε το γλέντι.
Στη συνέχεια της ζωής του παιδιού, ο ανάδοχος είχε την υποχρέωση να του πάει δώρα και να δείχνει ενδιαφέρον.
Ήταν τόσο στενή η συγγένεια μέσω της βάφτισης σε τέτοιο βαθμό που παιδιά βαφτισμένα από τον ίδιο ανάδοχο δεν είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν διότι λογίζονταν ως αδέρφια.

 

Χριστούγεννα

Τα Χριστούγεννα είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους Πόντιους. Την παραμονή των Χριστουγέννων έψελναν τα ακόλουθα κάλαντα:
Χριστός ΄γεννέθεν,                              
χαράν σον κόσμον,
χα καλή ωρά, καλή σ' ημέρα.
Χα καλόν παιδίν οψέ ΄γεννέθεν,
οψέ ΄γεννέθεν, ουρανοστάθεν.
Τον εγέννεσεν η Παναγία,
Τον ενέστεσεν Αϊ- Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
κι εκατήβεν σο σταυροδρόμι,
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Έρπαξαν Ατόν οι χιλ' Εβραίοι,
χιλ΄ Εβραίοι και μυρι' Εβραίοι.
Α σ' ακρόντικα κι α' σήν καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολή ΄κι εφάνθεν.
Ούμπαν έσταξεν και μύρον έτον,
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον,
Για μυρίστ΄ατό κι εσύ Αφέντα.
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρα
και θημίζνε τον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δάβα σο ταρέζ', κι ελά σην πόρταν,
δος μας ούβας και λεφτοκάρα.
Κι αν ανοιείς μας, χαράν σην πόρτα σ'.
Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές. Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι.
Ο κουκαράς 
Τον κουκαρά κατασκεύαζαν οι γυναίκες κρυφά από τα παιδιά τους. Αυτός αποτελούνταν από ένα μεγάλο κρεμμύδι πάνω στο οποίο κάρφωναν σε ημικύκλιο εφτά φτερά από κότα ή κόκορα (όσες οι εβδομάδες της νηστείας). Χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τα παιδιά τον κρεμούσαν από το ταβάνι. Το κρέμασμα γινόταν την Καθαρά Δευτέρα πολύ νωρίς. Έτσι όταν ξυπνούσαν τα παιδιά αντίκριζαν τον κουκαρά να κρέμεται από το ταβάνι και να κουνιέται. Αν δεν συμμορφώνονταν με το κράτημα της νηστείας τα φοβέριζαν ότι θα τα φάει ο κουκαράς. Με τρόπο φυσούσαν τον κουκαρά που καθώς κουνιόταν και περιστρέφονταν προκαλούσε τον φόβο. Κάθε εβδομάδα που περνούσε αφαιρούσαν και ένα φτερό μέχρι να τελειώσουν όλα με το τελείωμα της νηστείας.

Πρωτοχρονιά


Στον Πόντο η πρωτοχρονιά λέγεται νεοχρονίαν ή νέον έτος. Την ημέρα της πρωτοχρονιάς έψελναν τα ακόλουθα κάλαντα:
Αρχή Κάλαντα κι αρχή του χρόνου,
κι αρχή του χρόνου,
πάντα Κάλαντα, πάντα του χρόνου,
πάντα του χρόνου.
Αρχή μήλον έν' κι αρχή κυδών' έν'
κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον,
το μυριγμένον.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον,
ο κόσμος όλον,
για μυρίστ' ατό και συ Αφέντα,
καλέ μ' Αφέντα.
Λύσον την κεσέ σ' και δος παράδας
και δος παράδας
Κι αν ανοιείς μας, χαρά σην πόρτας σ',
χαρά σην πόρτα σ'.
Σε κάποιες άλλες περιοχές του Πόντου ψάλλονταν κάλαντα διαφορετικά:
Στην Τραπεζούντα στα τελευταία χρόνια πριν το ξεριζωμό:
Του σκλάβου το Καράβι
Τρεις καλόγεροι απ' του Μελά
και τρεις του Βαζελώνα,
καράβι βάζουν στα σκαριά
με το «Χριστός γεννάται».
Κι «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά»
στη θάλασσα το ρίχνουν.
Βάζουν κι ένα Ρωμιόπουλο,
λεβέντη καπετάνιο.
Το Ρίζε βάλλει τ' άρμενα,
τα Σούρμενα τα ξάρτια,
ο Όφις και η Τρίπολη,
μουτζόπουλα και ναύτες.
Η πλούσια η Αργυρούπολη,
ασήμι και χρυσάφι
και την ευχή του Γένους μας
τη δίνει η Τραπεζούντα.
Η Ζύγανα συννέφιασε
κι ο Ταύρος εχιονίστη,
της Κρώμνης τα ψηλά βουνά
τρανήν αντάραν έχουν.
Μα η δόλια η Μαύρη Θάλασσα
γαλήνεψε ως πέρα,
για να περάσει ατράνταχτο
του Σκλάβου το Καράβι...
-Δόστε κι εμάς τον κόπο μας,
ό, τ' είναι ορισμός σας
κι ο Άγιος Βασίλειος
να είναι βοηθός σας.
Στην Νικόπολη:
Άγιος Βασίλης έρχεται
από την Καισαρείαν,
βαστά εικόνα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι.
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν,
έρτεν από την Πόλην.
Ουδέ σ' αμπέλ εγόνεψεν,
ουδέ σ' αμπελοκλάδι,
ατό έρτεν κι εγόνεψεν
σοι κυρ Δαβίδ τον οίκον.
Έσειξεν τ' έναν το φτερόν.
σο γαίμαν έν' βαμμένον
έσειξεν και τ' άλλο φτερόν,
χαρτίν περιγραμμένον.
Και η ράβδ' ατ' έτον σύξυλον
και ζώγλιμον κλωνάρι.
Εθάλλυνεν, εμάκρυνεν,
σα επουράνα εξέβεν.
Η κόρφ' ατ' έτο ο Χριστόν,
ρίζα η Παναγία.
Τα κλάδ' ατ' έσαν άγγελοι,
τα φύλλα οι προφητάδες
επροφήτευαν κι έλεγαν
και του Χριστού τα πάθη.
Έλα, Χριστέ μ' αληθινέ,
Χριστέ μ' και πιστεμένε μ',
όντες έρτες κι εκάθισες
σοι κυρ Δαβίδ τον οίκον,
και έκρινες πάντα, κριτή,
κι εις πάντας τους αιώνας.
Το βράδυ όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν για να περάσει μαζί τη γιορτή. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με φρούτα(πορτοκάλια, μανταρίνια, ξερά δαμάσκηνα, ροδάκινα, σταφίδες κ.α.), ξηρούς καρπούς(φουντούκια, καρύδια, φιστίκια, αμύγδαλα, κάστανα), γλυκά, ξερές φέτες από κυδωνόπαστο κτλ. Οι μικροί του σπιτιού έλεγαν τα κάλαντα για τους μεγαλύτερους της οικογένειας, κι ύστερα κάθονταν όλοι στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Οι γυναίκες συνήθιζαν εκείνο το βράδυ, να βράζουν ένα κοτόπουλο σε σιγανή φωτιά(καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας) για να έχουν όλο το χρόνο φαγητό.
Την πίτα έκοβε ο αρχηγός της οικογένειας, αφού πρώτα χάραζε με το μαχαίρι το σημείο του σταυρού και έλεγε, « εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ». Πρώτα ξεχώριζε ένα κομμάτι για την Εικόνα του σπιτιού, έπειτα ένα για τη Δουλειά, κι ύστερα έδινε ένα κομμάτι σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Ξεχώριζε επίσης κομμάτια και για όσους έλειπαν. Σε ορισμένα μέρη, χώριζαν ειδικά κομμάτια και για την Παναγία, το Χριστό, τον ξένο.
Έπειτα ο αρχηγός της οικογένειας ανακάτευε μερικά νομίσματα με φουντούκια και καρύδια και τα πετούσε προς την οροφή λέγοντας ταυτόχρονα, « Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου ». Η κίνηση αυτή γινόταν τρεις φρές. Τα παιδιά κάθε φορά έπεφταν στο δάπεδο ψάχνοντας να βρουν τα νομίσματα. Στη συνέχεια, ο πατέρας μαζί με τη μητέρα, με το θυμιατό στο χέρι, γύριζαν όλα τα δωμάτια του σπιτιού και τα θυμιάτιζαν λέγοντας διάφορες ευχές ή ψέλνοντας τροπάρια. Μετά το θυμιάτισμα, ο πατέρας καλαντίαζε τα παιδιά, δηλαδή τους έδινε τα δώρα τους. Στο τραπέζι υπήρχε μάσα σ' ένα βάζο ένα κλαδί ελιάς. Όσοι είχαν (μυστική) επιθυμία, συνήθως οι γυναίκες και μάλιστα τ' ανύπαντρα κορίτσια, έκοβαν απ' αυτό ένα φύλλο, το σάλιωναν και το έριχναν στο τζάκι, όπου έκαιγε το καλαντοκούρ' . Αν το φύλλο έσκαζε και στριφογύριζε πριν καεί, τότε αυτό που είχαν στο νου τους, θα γινόταν μέσα στην επόμενη χρονιά.
Μετά την κοπή της βασιλόπιτας, ο τυχερός της βραδιάς έτρεχε στη βρύση του χωριού, για να αφήσει σ' αυτήν το δώρο του(συνήθως το κομμάτι από τη βασιλόπιτα). Έπαιρνε αντίστοιχα ό,τι άφηνε εκεί άλλος. Αμέσως μετά γέμιζε ένα κύπελλο με νερό και το μετέφερε χωρίς μιλιά στο σπίτι, γιατί έτσι απαιτούσε η συνήθεια. Από το νερό αυτό έπιναν όλα τα μέλη της οικογένειας(αμίλητον νερόν). Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μία δραχμή μέσα σ' ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό.
Αν συνέβαινε να υπάρχει σε μια οικογένεια ελεύθερη κοπέλα, τότε αυτή πήγαινε στη βρύση(ανεξάρτητα αν ήταν η τυχερή της βασιλόπιτας), για να ανοίξει η τύχη της.
Η παραπάνω συνήθεια, που δεν είχε γενική εφαρμογή είναι μια παραλλαγή του εθίμου « το καλαντόνερον ». Το καλαντόνερον ήταν το νερό που έπαιρναν οι Πόντιοι από τις βρύσες( πεγάδα ) και τα ποτάμια τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, κατά το καλαντίασμά τους. Το νερό αυτό, που το θεωρούσαν αγιασμένο, το έφερναν στο σπίτι, έπιναν όλοι από λίγο και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τα ζώα και τα χωράφια.
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, γυναίκες με διάφορα δώρα στα χέρια(τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα, ψημένο σιτάρι, αλάτι κλπ.) επισκέπτονταν τη βρύση του χωριού ή το ποτάμι και τα εναπόθεταν εκεί κοντά, λέγοντας την ευχή: «Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου». Τότε ακριβώς έπαιρναν το καλαντόνερον. Πίστευαν πως η ροή του νερού πάνω στην αλλαγή του χρόνου σταματούσε για λίγο. Αν σ' αυτή τη μυστηριακή ώρα βρισκόταν κάποιος κι έβλεπε το φαινόμενο, το θεωρούσαν τον πιο αθώο και τον πιο τυχερό του χωριού. Κι ό,τι ζητούσε, σαν ιδιαίτερη επιθυμία, θα το έβρισκε. «Επλερούτον σα μουράτα τ'», γίνονταν οι επιθυμίες του πραγματικότητα.
Παίρνοντας κανείς νερό, δεν έπρεπε να γυρίσει να δει πίσω του. Γιατί τότε τ' άστρα του ουρανού πέφτουν και σβήνουν μέσα στα νερά και οι άγγελοι σχίζουν τον Ιορδάνη ποταμό και στον ουρανό κολλάνε άλλα αστέρια. Εκείνη την ώρα τα νερά μουγκρίζουν, βοούν, δημιουργούνται τεράστια κύματα και «γνεφίζ'νε», ξυπνούν.
Τότε αν κανείς γυρίσει πίσω του να δει, αρρωσταίνει ψυχικά( παθάν', βλάφκεται, αχπαράεται ) και μένει για καιρό άρρωστος.
Γι' αυτό δεν πήγαιναν για καλαντόνερο οι λεχώνες και οι ασαράντιστες.
Το καλάντισμα της βρύσης γινόταν ιδιαίτερα από τις ελεύθερες κοπέλες του χωριού. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πρόσφεραν στο « πεγάδ » διάφορα φρόυτα και ιδίως μήλα. Και για ανταπόδοση περίμεναν από τη βρύση ν' ανοίξει την τύχη τους με την καινούρια ροή του νερού, μετά τη σύμφωνη διακοπή του, σύμφωνα με τα παραπάνω. Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού καιροφυλακτούσαν, κι όταν αποχωρούσαν οι κοπέλες, πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Το παλικάρι, που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας, θα την ερωτευόταν και σύντομα θα την παντρευόταν, κατά την ποντιακή λαϊκή πίστη. Επενεργούσαν εδώ κάποιες μαγικές δυνάμεις, καθώς διαλαλεί η ποντιακή δημοτική ποίηση:
Ανάθεμα π' εκρέμιζεν
το μήλον σο πεγάδιν,
το μήλον είχεν φάρμακον
και το πεγάδ' μαείας.
Μαεύ' εμέν, μαεύ' κι εσέν,
μαεύ' τοι δυς αντάμαν.
Η κόρ' μαεύ' ελλενικά,
ρωμαίικα παλικάρα...
Στον Πόντο συνήθιζαν, επίσης, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς να καίνε στο τζάκι ένα χοντρό κούτσορο, το καλαντοκούρ'. Σύμφωνα με τις ποντιακές λαϊκές δοξασίες, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, τα δαιμόνια κατεβαίνουν από την καπνοδόχο και η φωτιά τα εμποδίζει. Επειδή τα δαιμόνια είναι πολλά και έρχονται σταδιακά, το καλαντοκούρ' πρέπει να είναι μεγάλο. Διάλεγαν λοιπόν ένα μεγάλο κούτσουρο, συνήθως από βελανιδιά, για να διαρκέσει ολόκληρη τη νύχτα(σε μερικές μάλιστα περιοχές ολόκληρο το Δωδεκαήμερο), που έμενε αμετακίνητο στη θέση του ώσπου να καεί ολότελα. Η συνεχής διατήρηση της φλόγας αποτελούσε απαραίτητο όρο για την επιτέλεση του σκοπού του. Αν λοιπόν η φλόγα έσβηνε από κάποια αιτία, αυτό θεωρούνταν κακοσημαδιά. Οποιαδήποτε ενόχληση από το καλαντοκούρ'(καπνός, δυσοσμία κλπ.) ήταν ανεκτή. Ο τυχόν θόρυβος(τρίξιμο) που έκανε ενώ καιγόταν το καλαντοκούρ', νόμιζαν ότι οφειλόταν στο κάψιμο των δαιμονίων.
Στον Πόντο, για τ' ανύπαντρα κορίτσια έλεγαν: «Εσύ κορίτσι που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιο άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά από τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Σαν κλειστείς μοναχή σου στην κάμαρά σου, άλειψέ την με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά και στάσου εκεί τα μεσάνυχτα και πες:
Ω! Γενάρη, Καλαντάρη και καλά
καλαντισμένε, εκεί στις Άκριες που θα πας
κι εκεί που θα γυρίσεις εκεί ΄ναι οι Μοίρες
των Μοιρών και η δική μου Μοίρα.
Αν είναι πλούσια και καλή, πες της να ΄ρθει να μ' εύρει
αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να ΄ρθει να μ' εύρει.
Κοιμήσου ύστερα με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες.

Πάσχα

Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ξεκινούσε τη Καθαρή Δευτέρα. Ήταν αυστηρότατη για όλους. Νήστευαν μέχρι και οι λεχώνες και οι άρρωστοι και τα παιδιά. Για να φοβίσουν μάλιστα τα παιδιά ώστε να νηστέψουν χρησιμοποιούσαν ένα σκιάχτρο που το έλεγαν κουκαρά. Το κρεμούσαν στην οροφή του σπιτιού την Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα. Κάτω από το βλέμμα το κουκαρά τα παιδιά έτρωγαν μόνο νηστίσιμα. Από το προηγούμενο βράδυ τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού, της γιαγιάς, του μπαμπά και της μαμάς. Αγκαλιάζονταν τα αδέρφια και φιλιούνταν. Την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, έπαιρναν αντίδωρο και από ΄κει και πέρα όσοι άντεχαν κρατούσαν νηστεία για 40 μέρες. Τις τρεις πρώτες μέρες δεν έτρωγαν τίποτα και δεν έπιναν ούτε νερό. Τη Σαρακοστή, τα καφενεία ήταν ανοιχτά, ο κόσμος πήγαινε, αλλά δεν χόρευε κανένας. Κάθε Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία στους Χαιρετισμούς. Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα σκούπιζαν τα σπίτια, τις αυλές και όλο το χωριό.
Μετά τα εμπόνεστα και τη Σαρακοστή, ιδιαίτερη σημασία είχε η Κυριακή των Βαϊων, όταν παιδιά 10-15 χρονών έβγαιναν στους μαχαλάδες να ψάλλουν τα αντίστοιχα κάλαντα και να λάβουν αντί δώρου τα κερκέλα (κουλούρια), τοι σακιαρλαμάδες (καραμέλες), παράδες(από τους συγγενείς) ή σπανιότερα από κάποιο μαντίλι. Τα κάλαντα διέφεραν από τόπο σε τόπο. Στην περιοχή της Ματσούκας έψελναν τα παρακάτω :
Βάια βάια το βαϊ,
τρώμε οψάρα και χαμψίν
και τ' απάν την Κερεκήν
τρώμε βούτορον, τυρίνc
Τ' απάν η Κερεκή , ήταν αυτή του Πάσχα.
Ένα ποντιακό έθιμο της Κυριακής των Βαϊων ήταν και το βάεμαν . Το απόγευμα του Σαββάτου του Λαζάρου σε ορισμένες περιοχές του Πόντου τα παιδιά κρατώντας ένα ανθισμένο κλαδί λεύκας και ένα καλαθάκι για να βάζουν μέσα τ' αυγά που θα μάζευαν, γυρνούσαν τα σπίτια ψάλλοντας την Ανάσταση του Λαζάρου και οι νοικοκυρές τους έδιναν κουλούρια, « κερκέλια », που τα περνούσαν στο κλαδί της λεύκας, αλλά και αυγά. Στα περισσότερα όμως μέρη του Πόντου το « βάεμαν » γινόταν την Κυριακή μετά την εκκλησία. Στα Κοτύωρα τα παιδιά έψελναν και έλεγαν:
Βάι-βάι των Βαγιών
σέν' κερκέλ' κι εμέν ωβόν.
Αντί στο καλάθι, τα κουλούρια περνιόνταν καμιά φορά σε σπάγκο, που η μια άκρη του ήταν δεμένη πίσω στη μέση των παιδιών και η άλλη ελεύθερη για το σκοπό αυτό. Κάθε κουλούρι που περνούσε από το σπάγγο πήγαινε έτσι πίσω στην πλάτη του παιδιού.
Ο Πόντος προετοιμαζόταν ψυχικά με τη νηστεία και τις αλληλοδιάδοχες γιορτές, που μεσολαβούσαν ως το Πάσχα, για τον ερχομό της. Αποκορύφωμα βέβαια της αναμονής ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα, που κλιμάκωνε τα θρησκευτικά αισθήματα από ημέρα σε ημέρα, προετοιμάζοντας τις ψυχές των πιστών για το Μέγα Σάββατο, τη νύχτα της Ανάστασης και συνακόλουθα τη λύτρωση-λύση του θείου δράματος.
Την Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές έφτιαχναν τσουρέκια και έβαφαν αυγά. Τα αυγά τα έβαφαν με κρεμυδόφυλλα. Έπαιρναν φλούδες από κρεμμύδια και τούλι από τις μπομπονιέρες και το έκοβαν έτσι ώστε να μπορούν να δέσουν τα αυγά. Έπειτα κάλυπταν το αυγό με κρεμμυδόφυλλα και το έβαζαν να βράσει για δέκα λεπτά σε ξίδι και νερό. Μετά την βράση , έβγαζαν την κλωστή που τα είχαν δέσει και έτσι σχηματιζόταν πάνω στα αυγά διάφορα σχέδια και αποχρώσεις. Ύστερα τα σκούπιζαν και τα άλειφαν με λάδι.
Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έτρωγαν ούτε ελάδ'.
Το μορολόγι της Παναγίας ήταν λαϊκός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής, αφιερωμένος στον ψυχικό σπαραγμό της Παναγίας, που τα Πάθη της προκάλεσαν. Ο Ποντιακός Ελληνισμός μ' αυτό το μοιρολόγι, όπως και σ' άλλα μέρη του μητροπολιτικού κέντρου, παρακολουθεί τη μητέρα του Χριστού από τη στιγμή που πληροφορείται τα γεγονότα της σύλληψης του γιού της και περιγράφει τις αντιδράσεις της. Διασώζει επίσης τη δραματική σκηνή της παρουσίας της Θεοτόκου μπροστά στο σταυρωμένο Χριστό και την τελευταία συζήτησή της μαζί του:
Δέντρον, δέντρον ξεφάντωτον,
δέντρον ξεφαντωμένον,
σην κόρφαν κάθεται ο Χριστόν,
σην ρίζα η Παναϊα,
σ' άκρας κάθουν οι άγγελοι,
σα φύλλα οι προφητάδες
κι έψαλλ'ναν κι επροφήτευαν
και του Χριστού τα πάθη.
Ψάλλ' ο Μωυσής, ψάλλ' ο Δαβίδ,
ψάλλ'νε κι οι προφητάδες,
ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε
και αδελφέ Κυρίου,
ψάλλε κι εσύ Παράδεις
μετά των αρχαγγέλων.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρ' ημέρα,
σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνμοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλα
οι τρισκαταραμμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστόν
τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν
για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγία η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε
για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού
κι απ' αρχαγγέλου στόμα,
σώνουν, κυρά μου, οι προσευχές,
σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε
και σου χαλκιά τον πάνε.
Καρφιά, χαλκιάντ', φκιάσατε δυο,
καρφιά, φκιάσατε πέντε,
βάλτε τα δυο σα χέρα του
και τ' άλλα δυο σα πόδα,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το σην καρδάν του.
Ένας υιός μονογενής
κι ατός έν' καρφωμένος,
ένας υιός μονογενής
κι ατός έν' σταυρωμένος.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά
λιγοθυμά και ρούζει,
σταμνί νερό της ρίξανε,
τρία κανάτα μόσκον,
αλείφ'ν ατέν ροδόσταγμαν,
΄κι έρται ο λογισμός ατ'ς...
Το μοιρολόγι της Παναγίας το τραγουδούσαν τα κορίτσια, κυρίως, το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, συγκεντρωμένα σε μικρές ομάδες μπροστά στον επιτάφιο.
Το Μ. Σάββατο, έτρωγαν ελαφρά το βράδυ(πλακίν με τ'αβλούκα, κορκοτέναν, σιρβάν κτλ.) και κοιμούνταν νωρίς για να μπορέσουν να ξυπνήσουν εύκολα. Το σπίτι είχε ήδη ετοιμαστεί από τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν γινόταν και το αποδράνισμαν των μπακιρικών( το τρίψιμο-καθάρισμα). Τα ρούχα περίμεναν τα μέλη της οικογένειας καθαρά και φροντισμένα. Όλοι όφειλαν να φορέσουν τα καλύτερά τους, για να φανεί ο πανηγυρικός χαρακτήρας της γιορτής. Εξυπακούεται ότι ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα τ' αντρόγυνα απέφευγαν τους καβγάδες και τις προστριβές κι οι μάνες πρόσεχαν πώς μιλούσαν στα παιδιά τους, για να μη κολατίγουνταν (να μην κολαστούν).
Στις πόλεις και όπου αλλού απαγορεύονταν οι κωδωνοκρουσίες, οι χριστιανοί ειδιποιούνταν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου να πάνε στις εκκλησίες από τον ζαγκότσον , που ερχόταν και χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών. Σε ορισμένες περιοχές, όμως, π.χ. στη Σάντα, χτυπούσαν κανονικά οι καμπάνες.
Οι άντρες φορούσαν ποτίνα, σαάκ παλτόν, με κατιφεδέναν γιαχάν. Οι γυναίκες ζουπούνας, μεταξωτά φοτάδας, λαχόρ', κοντογούνα, σαλβάρα, λουστρίνα κουντούρας. Στο κεφάλι, την τάπλαν με τα φουλιρία. Πάνω σα καμίσα χρυσή αλυσίδα με την ώραν. Φυσικά, η ενδυμασία αυτή συνηθιζόταν στις μεγάλες πόλεις και από τις γυναίκες των εύπορων οικογενειών.
Το Χριστός Ανέστη, που έλεγε ο παπάς, πάντοτε συνοδευόταν από τον ήχο που έβγαζαν τα πιστόφα , τα ρεβόλα και τ' άλλα όπλα που βροντούσαν, για να διαλαλήσουν το ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Μετά την είσοδο του ιερέα στην εκκλησία, η λειτουργία συνεχιζόταν ως το πρωί και κανείς βέβαια δεν έφευγε. Τα παιδιά στο προαύλιο τσούγκριζαν τ'αυγά(το τσούγκρισμα διαρκούσε και τις τρεις ημέρες του Πάσχα. Την πρώτη μέρα τσούγκριζαν με το μυτίν, τη δεύτερη με τον κώλον και την Τρίτη με την κοιλίαν). έπειτα από τη μετάληψη και την απόλυση της εκκλησίας, επέστρεφαν στο σπίτι οικογενειακώς, προσπαθώντας να διατηρήσουν το φως της λαμπάδας, για ν' ανάψουν μ' αυτό την καντήλα. Συχνά προσκαλούσαν στο σπίτι συγγενείς ή φίλους, για να φάνε μαζί. Το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγώσιμα, μη νηστίσιμα. Σημειώνεται ότι το σουβλιστό αρνί δε συνηθιζόταν στον Πόντο.
Το επόμενο πρωί, μόλις τέλειωνε η εκκλησία, έβαζαν τραπέζι κι έτρωγαν όλοι μαζί ως το μεσημέρι. Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσούγκριζαν αυγά. Οι μεγάλοι σε ομάδες 3-4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Έπειτα όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο και χόρευαν.
Το απόγευμα, μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζαν οι ανταλλαγές επισκέψεων. Οι νοικοκυρές πρόσφεραν στους επισκέπτες ρακί με μεζέ φούστορον, τυρί κτλ. Οι επισκέψεις συνεχίζονταν ως το βράδυ.
Το Πάσχα συνήθως επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι(ξενιτάντ') ή όσοι κάτοικοι χωριών ήταν εγκατεστημένοι σε πόλεις και γύριζαν στις πατρίδες τους, για να περάσουν την ημέρα της Λαμπρής με τους συγγενείς τους.
Οι τρεις μέρες της Λαμπρής στον Πόντο λέγονταν λαμπροήμερα . Σ'όλα τα σπίτια το τραπέζι ήταν στρωμένο με πασχαλινά φαγώσιμα και ιδιαίτερα με κόκκινα αυγά και λαμπροκουλούρες.
Στα χωριά, μετά τα οικογενειακά τραπέζια της πρώτης ημέρας, τη δεύτερη ημέρα στήνονταν χοροί και γλέντια στα αλώνια ή σε ανοιχτούς χώρους κι εκεί με τη συνοδεία της λύρας χόρευαν και τραγουδούσαν(το ομάλ', τη Τρυγώνας, το λαγκευτόν). Σε όσους τόπους συνηθιζόταν το έθιμο του Ιούδα, το σχετικό ομοίωμα καιγόταν μετά τη δεύτερη Ανάσταση.
Η Ανάσταση αποτελούσε για κάθε Πόντιο ξεχωριστή και αλησμόνητη στιγμή. Κανένας Πόντιος δεν μπορεί να ξεχάσει την ιερή συγκίνηση τις στιγμές της Ανάστασης. Ήταν η στιγμή που είχε συνδυάσει με τα πιο βαθιά εθνικά ιδανικά του και το όνειρο για ελευθερία.

Ποντιακοι χοροι

Παραδοσιακοί Ποντιακοί Χοροί

Ποντιακά Τραγούδια

               

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Ποντιακες Παροιμιες

                                                           Ποντιακες Παροιμιες

Ποντιακα Παραμυθια

                                             
                    
                                                             Ποντιακα Παραμυθια

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Ποντιακα Ανεκδοτα

                                            
                    
                                                                Ποντιακα Ανεκδοτα

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Ποντος και η Ιστορια




Ποντιακη Κουζινα

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Βιογραφικά Πόντιων Καλλιτεχνών

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Το κορίτσι απ’ τη Σαμψούντα


Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ελληνικα Καναλια

                                 

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Ποντιακο Λεξικο